Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου· ὀμιλία εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ.



Γιορτάζουν τά πάντα ὁλόγυρα. Γι᾽ αὐτό κι ἐγώ νά γιορτάσω θέλω. Θέλω νά εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μου, νά πανηγυρίσει ἀπό τά καταβάθια μου. Εὐφραίνομαι βέβαια ὄχι κρούοντας τήν κιθάρα ἤ παίζοντας τό ραβδί τῶν σατύρων, οὔτε χρησιμοποιώντας αὐλούς ἤ ἀνάβοντας δάδες. Εὐφραίνομαι βλέποντας ἀντί γιά τά μουσικά ὄργανα τά σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτά εἶναι ἡ ζωή μου. Αὐτά φέρνω μαζί μου, καί μέ τήν ἐνίσχυση πού παίρνω, τραγουδῶ μαζί μέ τούς Ἀγγέλους, Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ, καί μαζί μέ τούς ποιμένες, Καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.
Σήμερα γεννιέται γιά χάρη μου ἀπό παρθένο Αὐτός πού γεννήθηκε μέ τρόπο ἀπερίγραπτο ἀπ᾽ τόν Πατέρα. Τότε, προαιώνια, γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα μέ τρόπο πού ταιριάζει στή Θεία φύση, τρόπο πού μόνο ὁ Γεννήτορας γνωρίζει. Σήμερα πάλι ξαναγεννήθηκε μέ ἀταίριαστο στή Θεία φύση τρόπο. Μέ τρόπο πού ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τώρα καλά γνωρίζει. Ἀληθινή κι ἡ οὐράνια γέννησή Του, ἀληθινή κι ἡ ἐπίγεια. Ἀληθινός Θεός ἀπ᾽ τό Θεό γεννήθηκε, κι ἀληθινός ἄνθρωπος ὁ Ἴδιος ἀπ᾽ τήν Παρθένο γεννήθηκε πάλι. Στόν οὐρανό μόνος Υἱός τοῦ Μόνου Θεοῦ, Μονογενή. Στή γῆ μόνος Υἱός ἄγαμης παρθένου ὁ Ἴδιος, πάλι Μονογενής. Γιατί καθώς εἶναι ἀσέβεια νά ὑποθέσουμε τήν ὕπαρξη μητέρας στήν οὐράνια γέννησή Του, ἔτσι εἶναι βλαστήμια νά ὑποθέσουμε τήν ὕπαρξη πατέρα στήν ἐπίγειά Του γέννηση. Ὁ Θεός-π Πατέρας Τόν γέννησε χωρίς νά χάσει κάτι ἀπό τήν Θεότητά Του. Ἡ παρθένος Τόν γέννησε χωρίς νά χάσει τήν παρθενία της. Οὔτε πάλι ὁ Θεός ἔχασε τήν Θεϊκή Του ὑπόσταση ὅταν Τόν γέννησε, γιατί Τόν γέννησε ὅπως ἁρμόζει σέ Θεό. Ἀλλά κι οὔτε ἡ παρθένος φθάρηκε. Ὁ τοκετός Του ἦταν γεγονός πνευματικό. Λοιπόν, οὔτε ἡ οὐράνιά Του γέννηση μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ, οὔτε ἡ ἐπίγεια σάρκωσή Του ἐπιδέχεται ἑρμηνεῖες. Ἐκεῖνο πού ξέρω μέ σιγουριά σήμερα εἶναι ὅτι Τόν γέννησε ἡ Παρθένος. Πιστεύω ὅτι Τόν γέννησε ὁ Πατέρας, προαιώνια. Σχετικά μέ τόν τρόπο τῆς γέννησης ὅμως ἔμαθα νά σιωπῶ. Δέν μοῦ ὑπόδειξαν οἱ παλιοί νά δοκιμάζω λογικές ἑρμηνεῖες. Γιατί ὅταν πρόκειται γιά τό Θεό δέν πρέπει κανείς νά ἀναλύει τά γεγονότα, ἀλλά νά πιστεύει στή δύναμη Αὐτοῦ πού τά πραγματοποιεῖ. Ἀναμφίβολα εἶναι φυσικός νόμος νά γεννᾶ ἡ γυναίκα μόνο ὅταν συνευρεθεῖ μέ ἄντρα. Ὅταν ὅμως μιά παρθένος πού δέν γνώρισε ἄντρα γεννήσει καί μετά τόν τοκετό παραμείνει πάλι παρθένος, αὐτό ξεπερνᾶ τούς φυσικούς νόμους. Ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τούς φυσικούς νόμους ἀξίζει νά ἐρευνιέται, ὅ,τι ὅμως τούς ξεπερνᾶ πρέπει νά περιβάλλεται μέ τιμητική σιωπή. Κι αὐτό βέβαια ὄχι ἐπειδή τοῦ πρέπει ἀποσιώπηση, ἀλλ᾽ ἐπειδή ἀξίζει νά μένει μυστήριο καί νά τιμᾶται χωρίς πολυλογίες.
Συγχωρέστε με, σᾶς παρακαλῶ, πού νιώθω ἀδύναμος νά συνεχίσω τό λόγο πέρα ἀπ᾽ τόν πρόλογο. Φοβοῦμαι νά προχωρήσω στήν ἔρευνα τῶν πιό σημαντικῶν. Δέν κατέχω τόν τρόπο. Δέν ξέρω πού νά στρέψω τό λόγο. Τί νά πῶ; γιά ποιό νά μιλήσω; Βλέπω τή μητέρα, ἀντικρύζω τό παιδί, ὅμως τόν τρόπο τῆς γέννησης δέν τόν καταλαβαίνω. Ὅπου ὁ Θεός ἔχει ἄλλη βουλή, ἐκεῖ νικιέται ὁ φυσικός νόμος, νικιέται κι ἡ τάξη τοῦ κόσμου. Δέν γεννήθηκε σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς φύσης. Θαυματούργησε πάνω ἀπό τά ὅρια τῆς φύσης. Ἡ φύση ἀδράνησε. Ἐνήργησε ἡ βούληση τοῦ Δεσπότη. Τί ἀπερίγραπτο δῶρο! Ὁ Μονογενής πού ὑπάρχει προαιώνια, αὐτός πού δέν ἐμπίπτει στίς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, ὁ ἀσύνθετος, ὁ ἀσώματος, περιβλήθηκε τό σῶμα μου. Τό σῶμα πού ὑπόκειται στή φθορά, πού συλλαμβάνεται ἀπό τίς αἰσθήσεις. Γιατί; Γιά νά μπορέσει νά μᾶς διδάξει καθώς θά Τόν βλέπουμε ἀνάμεσά μας κι ἔτσι νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἐκεῖνα πού τά χοϊκά μάτια μας ἀδυνατοῦν νά δοῦνε. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη στά μάτια τους παρά στ᾽ αὐτιά τους κι ἔτσι ἀμφιβάλλουν γιά ὅ,τι δέν βλέπουν. Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Θεός ἀνέχθηκε νά παρουσιαστεῖ μέ σῶμα μπρός στά μάτια μας γιά νά διαλύσει τίς ἀμφιβολίες πού εἴχαμε, ἀκούγοντας μόνο τά λόγια Του. Καί γεννιέται ἀπό παρθένο πού ἀγνοεῖ τήν ὑπόθεση καί πού δέν πῆρε ἐνεργό μέρος στό γεγονός, οὔτε συννενοήθηκε γιά τήν πραγματοποίησή του. Ἡ Παρθένος ἦταν ἁπλό ὄργανο τῆς ἀπόρρητης δύναμης τοῦ Θεοῦ. Ἕνα μόνο πράγμα γνώριζε, ἐκεῖνο πού ρώτησε κι ἔμαθε ἀπό τόν Γαβριήλ. Ὅταν δηλαδή ρώτησε, «πῶς ἔσται μοι τοῦτο ἐπεί ἄνδρα οὐ γιγνώσκω» ἐκεῖνος τῆς εἶπε: Αὐτό θέλεις νά μάθεις; «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι».
Καί πῶς, ἐνῶ ἦταν «μετ᾽ αὐτῆς», σέ λίγο γεννήθηκε «ἐξ αὐτῆς»; Ὅπως ὁ τεχνίτης ὅταν βρεῖ εὔπλαστη ὕλη, κατασκευάζει πιό ὄμορφο τό ἀγγεῖο, ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἐπειδή βρῆκε ἅγιο καί τό σῶμα καί τήν ψυχή τῆς Παρθένου, φιλοτέχνησε ἔμψυχο Ναό δικό Του. Καί ἀφοῦ κεῖ μέσα, μέ τόν τρόπο πού θέλησε, ἔπλασε τόν καινούργιο ἄνθρωπο, καί ἀφοῦ τόν περιβλήθηκε, γεννήθηκε σάν σήμερα, χωρίς καθόλου νά ἀπεχθάνεται τήν κακόμοιρη ἀνθρώπινη πεσμένη φύση. Καί φυσικά δέν θεώρησε προσβλητικό νά περιβληθεῖ τό δικό Του ἔργο. Ἀλλά καί τό δημιούργημά Του ἀπολάμβανε τήν πιό μεγάλη δόξα μέ τό νά γίνει ἔνδυμα τοῦ δημιουργοῦ Του. Ὅπως στήν ἀρχική δημιουργία δέν ἦταν δυνατό νά ὑπάρξει ὁ ἄνθρωπος πρίν πάρει ὁ Θεός στά χέρια Του τόν πηλό, ἔτσι καί τό φθαρμένο ἀνθρώπινο σῶμα δέν ἦταν δυνατό νά ἀνακαινιστεῖ, ἄν δέν γινόταν ἔνδυμα τοῦ δημιουργοῦ Του.
Ἀλλά τί νά πῶ; Γιά ποιό πράγμα νά μιλήσω; Μένω ἔκπληκτος μπροστά στό θαῦμα. Ὁ «Παλαιός τῶν ἡμερῶν» ἔχει γίνει παιδάκι. Ὁ καθισμένος σέ θρόνο ψηλό κι ὑπερυψωμένο τοποθετεῖται σέ φάτνη. Ὁ ἀψηλάφητος κι ἀσύνθετος καί ἀσύμμικτος καί ἀσώματος ἀγκαλιάζεται ἀπό ἀνθρώπινα χέρια. Αὐτός πού ἔσπασε τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας τυλίγεται μέ σπάργανα, ἐπειδή αὐτή εἶν᾽ ἡ θέλησή Του. Γιατί θέλει νά μετατρέψει τήν ἀτιμία σέ τιμή, νά ντύσει τήν ἀδοξία μέ δόξα. Νά προβάλει ὡς ἐνάρετο ἦθος ἐκεῖνο πού ἀποτελοῦσε ὑπέρτατη προσβολή. Ἔτσι, λοιπόν, ἀναλαμβάνει τό δικό μου σῶμα γιά νά μπορέσω ἐγώ νά ὑποδεχτῶ τό Λόγο Του. Καί παίρνοντας τή σάρκα μου μοῦ χαρίζει τό Πνεῦμα Του, ὥστε μέ τή δοσοληψία αὐτή νά μοῦ προμηθεύσει τό θησαυρό τῆς ζωῆς. Παίρνει τή σάρκα μου γιά νά μέ ἁγιάσει. Μοῦ δίνει τό Πνεῦμα Του γιά νά μέ ἀπελευθερώσει.
Ἀλλά τί νά πῶ; Γιά ποιό πράγμα νά μιλήσω; «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει.» Καί ποιόν γέννησε; Ποιόν; Τόν κυρίαρχο τῆς φύσης. Ἡ φύση τό διακηρύττει. Τόν γέννησε ὅπως Ἐκεῖνος θέλησε νά γεννηθεῖ. Ὁ τρόπος τῆς γέννησης δέν ἦταν ὁ συνηθισμένος φυσικός τρόπος, ἀλλά Ἐκεῖνος, ὡς κυρίαρχος τῆς φύσης, ὅρισε ἕναν ἀλλιώτικο τρόπο. Νά δείξει ἤθελε πώς ἀκόμα κι ὅταν γίνεται ἄνθρωπος δέν γεννιέται ὅπως οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καθώς ἁρμόζει στό Θεό. Λοιπόν, προῆλθε ἀπό τήν Παρθένο πού ὑπερνίκησε τούς φυσικούς νόμους, πού ξεπέρασε τήν ἀναγκαιότητα τοῦ γάμου. Ὁ ὑπέρτατος ἀρχηγός τῆς ἁγιοσύνης ἔπρεπε νά ᾽ρθει στόν κόσμο μονάχα μέσα ἀπό καθαρό κι ἅγιο τοκετό. Γιατί Αὐτός εἶναι πού τότε ἀπό ἄσπιλο χῶμα ἔπλασε τόν Ἀδάμ κι ἀπό τόν Ἀδάμ χωρίς συμμετοχή γυναίκας, δημιούργησε γυναίκα. Ὅπως, λοιπόν, ὁ Ἀδάμ χωρίς τήν συμμετοχή γυναίκας παρήγαγε γυναίκα, ἔτσι καί σάν σήμερα ἡ Παρθένος, χωρίς τήν συμμετοχή ἄντρα γέννησε ἄντρα. «Γιατί εἶναι ἄνθρωπος», λέει, «καί ποιός θά τόν ἀναγνωρίσει»; Ἐπειδή, λοιπόν, τό γυναικεῖο γένος εἶχε ὑποχρέωση πρός τήν ἀνθρωπότητα, μιά καί ἀπό τόν Ἀδάμ δημιουργήθηκε ἡ γυναίκα χωρίς συνδρομή γυναίκας, γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς σάν σήμερα γέννησε ἡ Παρθένος χωρίς τή συνδρομή ἄντρα, γιά νά ξοφληθεῖ τό χρέος τῆς Εὔας πρός τούς ἄντρες.
Προκειμένου, δηλαδή, νά μήν ὑπερηφανευθεῖ ὅτι μόνος του δημιούργησε τή γυναίκα ὁ Ἀδάμ, γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἡ Παρθένος γέννησε ἄντρα χωρίς νά νυμφευθεῖ, γιά νά φανεῖ, μέ τήν ἀναλογία αὐτή τοῦ θαύματος ἡ φυσική ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων. Ὅπως, μάλιστα, ὅταν πῆρε ὁ Θεός τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ γιά νά πλάσει τήν Εὔα, δέν τόν ἄφησε λειψό, ἔτσι καί ὅταν ἔπλασε τόν ἔμψυχο ναό Του ἀπ᾽ τήν Παρθένο, δέν κατάργησε τήν παρθενία Της. Ἀκέραιος ἔμεινε ὁ Ἀδάμ καί μετά τήν ἀφαίρεση τῆς πλευρᾶς του. Ἄφθαρτη ἔμεινε κι ἡ Παρθένος μετά τόν τοκετό.
Ὁ Θεός δέν δημιούργησε ναό Του ἀπό κάποια ἄλλη ὕλη, οὔτε ἔπλασε ἕνα ἀλλοιώτικο σῶμα γιά νά περιβληθεῖ, μήπως θεωρηθεῖ ὅτι προσβάλλει τό ὑλικό ἀπό τό ὁποῖο ἦταν πλασμένος ὁ Ἀδάμ. Κι ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἐξαπατημένος ἀπό τό διάβολο ἔγινε ὄργανό του, γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς κι ὁ Θεός περιμάζεψε αὐτό τόν ξεπεσμένο ἔμψυχο ναό. Ἔτσι ὥστε νά βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος κοινωνόντας μέ τό δημιουργό Του καί νά μπορέσει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τή συντροφιά τοῦ διαβόλου. Ὅμως καί ὅταν γίνεται ἄνθρωπος δέν γεννιέται ὡς κοινός ἄνθρωπος, ἀλλά γεννιέται ὡς Θεός. Γιατί ἄν προερχόταν ἀπό ἕνα συνηθισμένο γάμο, ὅπως λόγου χάρη ἐγώ, οἱ περισσότεροι δέν θά πίστευαν πώς εἶναι Θεός. Τώρα ὅμως, γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς γεννιέται ἀπό Παρθένο. Γι᾽ αὐτό κατά τήν γέννησή Του διατηρεῖ τή μήτρα της ἀναλλοίωτη καί διαφυλάττει τήν παρθενία της ἄφθαρτη. Νά μέ ἀναγκάσει ἔτσι θέλει ὁ ἀσυνήθιστος τρόπος τῆς γέννησης, νά παραδεχτῶ πέρα γιά πέρα τήν τέλεια θεότητά Του.
Λοιπόν κι ἄν κάποιος εἰδωλολάτρης, κι ἄν κάποιος Ἑβραῖος μέ ρωτᾶ πῶς γίνεται ὁ Χριστός ἄν καί Θεός ὡς πρός τήν φύση Του, νά ἔχει πάρει σάρκα ἀνθρώπου, θά τοῦ ἀπαντήσω μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο. Θά τοῦ παρουσιάσω ὡς ἀπόδειξη τοῦ ἰσχυρισμοῦ μου τήν ἄσπιλη σφραγίδα τῆς παρθενίας. Δέν μπορεῖ παρά νά ᾽ναι Θεός Αὐτός πού νικᾶ τή φυσική τάξη. Δέν μπορεῖ παρά νά ᾽ναι ὁ πλάστης τῆς μήτρας κι ὁ δημιουργός τῆς παρθενίας Αὐτός πού γεννήθηκε μέ τρόπο ἀμόλυντο καί οἰκοδόμησε γιά τόν ἑαυτό Του ναό, ἄγνωστο πῶς, ἀλλά πάντως μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος θέλησε...

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ· Λόγος εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου

Ἐὰν τὸ δένδρο ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν καρπό, καὶ τὸ καλὸ δένδρο παράγει ἐπίσης καλὸν καρπὸ (Ματθ. 7, 16. Λουκ. 6, 44), ἡ μητέρα τῆς αὐτοαγαθότητος, ἡ γεννήτρια τῆς ἀΐδιας καλλονῆς, πῶς δὲν θὰ ὑπερεῖχε ἀσυγκρίτως κατὰ τὴν καλοκαγαθία ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ ἐγκόσμιο καὶ ὑπερκόσμιο; Διότι ἡ δύναμις ποὺ ἐκαλλιέργησε τὰ πάντα, ἡ συναΐδια καὶ ἀπαράλλακτη εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος, ὁ προαιώνιος καὶ ὑπερούσιος καὶ ὑπεράγαθος Λόγος, ἀπὸ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία κι᾽ εὐσπλαγχνία γιὰ χάρι μας ἠθέλησε νὰ περιβληθῇ τὴν ἰδική μας εἰκόνα, γιὰ νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν φύσι ποὺ εἶχε συρθῇ κάτω στοὺς μυχοὺς τοῦ ἅδη καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίσῃ, διότι εἶχε παλαιωθῆ, καὶ νὰ τὴν ἀναβιβάσῃ πρὸς τὸ ὑπερουράνιο ὕψος τῆς βασιλείας καὶ θεότητός του. Γιὰ νὰ ἑνωθῇ λοιπὸν μὲ αὐτὴν καθ᾽ ὑπόσταση, ἐπειδὴ ἐχρειαζόταν σαρκικὸ πρόσλημα καὶ σάρκα νέα συγχρόνως καὶ ἰδική μας, ὥστε νὰ μᾶς ἀνανεώσῃ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ἐπὶ πλέον δὲ ἐχρειαζόταν καὶ κυοφορία καὶ γέννα σὰν τὴ δική μας, τροφὴ μετὰ τὴ γέννα καὶ κατάλληλη ἀγωγή, γινόμενος πρὸς χάριν μας καθ᾽ ὅλα σὰν ἐμᾶς, εὑρίσκει γιὰ ὅλα πρέπουσα ὑπηρέτρια καὶ χορηγὸ ἀμόλυντης φύσεως ἀπὸ τὸν ἑαυτό της αὐτὴν τὴν ἀειπάρθενη, ἡ ὁποία ὑμνεῖται ἀπὸ μᾶς καὶ τῆς ὁποίας σήμερα ἑορτάζομε τὴν παράδοξη εἴσοδο στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Διότι αὐτὴν προορίζει πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἀποκατάσταση τοῦ γένους, καὶ τὴν ἐκλέγει ἀνάμεσα ἀπὸ ὅλους, ὄχι ἁπλῶς τοὺς πολλούς, ἀλλὰ τοὺς ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἐκλεγμένους καὶ θαυμαστοὺς καὶ περιβοήτους γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ σύνεσι, καθὼς καὶ γιὰ τὰ κοινωφελῆ καὶ θεοφιλῆ συγχρόνως ἤθη καὶ λόγια καὶ ἔργα.
2. Διότι στὴν ἀρχὴ ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις καὶ μᾶς κατέῤῥιψε στὰ βάραθρα τοῦ ἅδη. Κι᾽ ὑπάρχουν πολλοὶ λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας καὶ ὑπεδούλωσε τὴ φύσι μας· φθόνος καὶ ζηλοτυπία καὶ μῖσος, ἀδικία καὶ δόλος καὶ σοφιστεία, καὶ μαζὶ μὲ τὰ τέτοια, ἡ θανατηφόρος δύναμις ποὺ ἔχει μέσα του, τὴν ὁποία πρῶτος ἐγέννησε καὶ μόνος του, ἀφοῦ πρῶτος αὐτὸς ἀποστάτησε ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Πραγματικὰ στὴν ἀρχὴ ἐφθόνησε τὸν Ἀδάμ, ὅταν τὸν εἶδε νὰ ζῇ στὸν τόπο τῆς ἄφθαρτης τρυφῆς καὶ νὰ περιλάμπεται μὲ θεοειδῆ δόξα καὶ νὰ ὁδηγῆται ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ἀπὸ ὅπου αὐτὸς ἀπεῤῥίφθηκε δικαίως καὶ ἀπὸ φθόνο ἐξεμάνη ἐναντίον του μὲ τὴ χειρότερη μανία, ὥστε νὰ θελήσῃ καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ ἀκόμη. Ὁ φθόνος εἶναι πατέρας ὄχι τοῦ μίσους μόνο ἀλλὰ καὶ τοῦ φόνου, τὸν ὁποῖο ἐπέφερε σ᾽ ἐμᾶς ἀναμιγνύοντάς τον μὲ δόλο ὁ δολερὸς καὶ ἀληθινὰ μισάνθρωπος ὄφις. Διότι καταλήφθηκε ἀπὸ ἔρωτα πρὸς τὴν τυραννία σὲ βάρος του ἐντελῶς ἄδικα, γιὰ καταστροφὴ τοῦ πλασθέντος κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι Θεοῦ· ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ πρόσωπο, ἐχρησιμοποίησε τὸν δόλο καὶ τὴν πονηρία. Ἀφοῦ ἐπλησίασε διὰ τοῦ αἰσθητοῦ ὄφεως ὡς φίλος καὶ καλὸς σύμβουλος ὁ φοβερὸς καὶ πραγματικὰ ἐχθρὸς καὶ ἐπίβουλος, κατορθώνει, φεῦ!, κρυφὰ νὰ ἐπιτύχῃ καὶ μὲ τὴ ἀντίθεη συμβουλὴ χύνει σὰν δηλητήριο στὸ ἄνθρωπο τὴν θανατηφόρα δύναμί του.
3. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Ἀδάμ, κρατώντας δυνατὰ τότε τὴν θεία ἐντολή, ἀπέῤῥιπτε τὴν ἐχθρικὴ πονηρὰ συμβουλή, θὰ ἐφαινόταν νικητὴς κατὰ τοῦ ἀντιπάλου καὶ ἀνώτερος τῆς θανατηφόρας φθορᾶς, καταντροπιάζοντας τὸν μανιακὸ καὶ δόλιο προσβολέα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος ὑποκύπτοντας ἑκούσιως, ποὺ δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ τὸ κάμῃ, ἐνικήθηκε καὶ ἀχρειώθηκε, κι᾽ ἔτσι, ἀφοῦ ἦταν ῥίζα τοῦ γένους, μᾶς ἀνέδειξε καταλλήλους θνητοὺς βλαστούς, ἐχρειαζόταν ὁπωσδήποτε, ἂν ἔπρεπε νὰ ἀνταποδώσωμε τὴν ἧττα, νὰ κερδίσωμε τὴ νίκη, ν᾽ ἀποῤῥίψωμε μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα τὸ θανατηφόρο δηλητήριο καὶ ν᾽ ἀπολαύσωμε ζωή, καὶ μάλιστα ζωὴ αἰώνια καὶ ἀπαθῆ. Ἐχρειαζόταν λοιπὸν τὸ γένος μας νέα ῥίζα, δηλαδὴ νέο Ἀδάμ, ὄχι μόνο ἀναμάρτητο, ἀλλὰ κι᾽ ἐντελῶς ἀνεξαπάτητο καὶ ἀήττητο, ποὺ ἐπὶ πλέον μπορεῖ καὶ νὰ συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες καὶ νὰ καθιστᾶ ἀθώους τοὺς ἐνόχους, ποὺ ὄχι μόνο ζῆ ἀλλὰ καὶ ζωοποιεῖ, ὥστε νὰ μεταδίδῃ ζωὴ καὶ ἄφεσι ἁμαρτιῶν καὶ στοὺς προσκολλωμένους σ᾽ αὐτὸν καὶ συγγενεῖς κατὰ τὸ γένος, ἀναζωογονώντας ὄχι μόνο τοὺς μεταγενεστέρους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἀποθανόντας.
4. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Παῦλος, ἡ μεγάλη σάλπιγγα τοῦ Πνεύματος, βοᾷ λέγοντας, «ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς ζωντανὴ ψυχή, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς πνεῦμα ζωοποιὸ» (Α´ Κορ. 15, 45). Ἀναμάρτητος δὲ καὶ ζωοποιὸς καὶ ἱκανὸς νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες δὲν εἶναι κανεὶς πλὴν τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὁ νέος Ἀδὰμ ἦταν ἀναγκαῖο νὰ εἶναι ὄχι μόνο ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, νὰ εἶναι κυριολεκτικῶς ζωὴ καὶ σοφία, δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη, εὐσπλαγχνία καὶ κάθε ἄλλο ἀγαθό, ὥστε νὰ διενεργήσῃ τὴν ἀνακαίνισι καὶ ἀναζώωσι τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ μὲ ἔλεος καὶ σοφία καὶ δικαιοσύνη. Ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις, χρησιμοποιώντας τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ προεκάλεσε σ᾽ ἐμᾶς τὴν παλαίωσι καὶ τὴ νέκρωσι.
5. Ὅπως λοιπὸν στὴν ἀρχὴ ὁ ἀνθρωποκτόνος ἀπὸ φθόνο καὶ μῖσος ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας, ἔτσι ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἐκινήθηκε ὑπὲρ ἡμῶν ἀπὸ ὑπερβολὴ φιλανθρωπίας καὶ ἀγαθότητος. Διότι ἀγάπησε δικαίως τὴ σωτηρία τοῦ πλάσματός του, ποὺ ἦταν νὰ τὸ φέρῃ πάλι στὴν ἐξουσία καὶ νὰ τὸ ξανασώσῃ, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀρχέκακος ἀδίκως ἀγάπησε τὴν ἀπώλεια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν νὰ τὸ ὑποτάξῃ στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τοῦ ἐπιβάλλεται τυραννικῶς. Ὅπως δὲ αὐτὸς διέπραξε τὴ νίκη του καὶ τὴν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἀδικία καὶ δόλο, μὲ ἀπάτη καὶ σοφιστεία, ἔτσι ὁ ἐλευθερωτὴς μὲ δικαιοσύνη καὶ σοφία καὶ ἀλήθεια ἐπραγματοποίησε τὴν τελικὴ ἧττα τοῦ ἀρχεκάκου καὶ τὴν ἀνακαίνισι τοῦ πλάσματός του. Ἀλλὰ ἡ ἀνάπτυξις τοῦ θέματος περὶ τῆς σοφίας ποὺ ὑπάρχει σ᾽ αὐτὴν τὴ θεία οἰκονομία δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καιροῦ.
6. Ἦταν δὲ θέμα ἀκριβοῦς δικαιοσύνης καὶ ἡ ἴδια ἡ ἡττηθεῖσα καὶ ὑποδουλωθεῖσα ἑκουσίως φύσις νὰ ξαναπαλαίσῃ γιὰ τὴ νίκη καὶ ν᾽ ἀπωθήσῃ τὴ δουλεία ἑκουσίως. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεὸς εὐδόκησε ν᾽ ἀναλάβῃ ἀπὸ ἐμᾶς τὴ φύσι μας ἑνούμενος μὲ αὐτὴν παραδόξως καθ᾽ ὑπόστασι. Ἦταν δὲ ἀδύνατο ἡ ὑψίστη ἐκείνη καὶ ὑπεράνω τοῦ νοῦ καθαρότης νὰ ἑνωθῇ μὲ μολυσμένη φύσι διότι ἕνα μόνο πρᾶγμα εἶναι ἀδύνατο στὸν Θεὸ τὸ νὰ συνέλθῃ σὲ ἕνωσι μὲ ἀκάθαρτο, πρὶν τοῦτο καθαρισθῇ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐχρειαζόταν κατ᾽ ἀνάγκη μιὰ τελείως ἀμόλυντη καὶ καθαρωτάτη παρθένος γιὰ κυοφορία καὶ γέννησι ἐκείνου ποὺ εἶναι καὶ ἐραστής της καὶ δοτὴρ τῆς καθαρότητος ἡ ὁποία καὶ προωρίσθηκε καὶ ἀποτελέσθηκε κι᾽ ἐφανερώθηκε, καὶ τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὴν μυστήριο ἐτελέσθηκε, μὲ πολλὰ παράδοξα γεγονότα ποὺ κατὰ καιροὺς συνῆλθαν σὲ ἕνα.
7. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ γεγονότα ποὺ συνετέλεσαν σ᾽ αὐτὸ ἑορτάζονται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ἀντιληφθήκαμε κυρίως τὸ μεγαλεῖο τῶν γεγονότων ποὺ ὡδήγησαν πρὸς τὸ τόσο μεγάλο τέλος. Διότι αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐκ Θεοῦ καὶ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεός, καὶ Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ ὑψίστου Πατρός, συνάναρχος καὶ συναΐδιος, γίνεται υἱὸς ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς Ἀειπάρθενης. «Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα εἶναι ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ στοὺς αἰῶνες» (Ἑβρ. 13, 8), ἄτρεπτος κατὰ τὴν θεότητα, ἄμεμπτος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. «Αὐτὸς μόνος», ὅπως ἤδη προεμαρτύρησε ὁ Ἠσαΐας (Ἠσ. 53, 9), «δὲν διέπραξε ἁμαρτία καὶ δὲν εὑρέθηκε δόλος στὸ στόμα του». Καὶ ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς μόνος δὲν συνελήφθηκε μὲ ἀνομίες, οὔτε ἐγεννήθηκε μὲ ἁμαρτίες, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Δαβὶδ στοὺς ψαλμοὺς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ὥστε νὰ εἶναι καὶ κατὰ τὸ πρόσλημμα τελείως καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος καὶ νὰ μὴ χρειάζεται οὔτε κατ᾽ αὐτὸ καθάρσια μέσα γιὰ τὸν ἑαυτό του· γιὰ νὰ εἶναι ἔτσι δυνατό, διαβιβάζοντας σ᾽ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας δικαίως μαζὶ καὶ πανσόφως τόσο τὴν κάθαρσι ὅσο καὶ τὸ πάθος, νὰ δεχθῇ καὶ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασι. Πραγματικὰ ἡ κατὰ τὴν σάρκα ὁρμὴ πρὸς γένεσι, ποὺ εἶναι ἀκουσία καὶ ἀπειθὴς στὸν νόμο τοῦ νοός, ἂν καὶ ἀπὸ μερικοὺς δουλαγωγεῖται βιαίως, ἀπὸ μερικοὺς δὲ σωφρόνως ἀφήνεται μόνο γιὰ παιδοποιΐα, πάντως φέρει τὰ σύμβολα τῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καταδίκης, καθὼς εἶναι καὶ λέγεται φθορὰ καὶ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴν φθορὰ γεννᾶ, καὶ εἶναι ἐμπαθὴς κίνησις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἐκράτησε τὴν τιμή, τὴν ὁποία ἡ φύσις μας ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὡμοιώθηκε μὲ τὰ κτήνη.

8. Γι᾽ αὐτὸ ὄχι μόνο ἦλθε ὁ Θεὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἦλθε ἀπὸ παρθένο ἁγνὴ καὶ ἁγία, μᾶλλον δὲ πανυπέραγνη καὶ ὑπεραγία, ἀφοῦ εἶναι παρθένος ὄχι μόνο ὑπερτέρα μολυσμοῦ σαρκός, ἀλλὰ καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ μολυσμένους σαρκικοὺς λογισμούς. Τὴν σύλληψί της ἐπέφερε ἐπέλευσι παναγίου Πνεύματος, ὄχι ὀρέξεως σαρκός, προεκάλεσε εὐαγγελισμὸς καὶ πίστις στὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ποὺ νικᾶ κάθε λόγο ὡς ἐξαίσια καὶ ὑπὲρ λόγο, ἀλλὰ δὲν προέλαβε συγκατάθεσις καὶ πεῖρα ἐμπαθοῦς. Διότι συνέλαβε κι᾽ ἐγέννησε, ἐνῶ εἶχε ἐντελῶς ἀπομακρυσμένη τέτοια ἐπιθυμία μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ θυμηδία (διότι εἶπε ἡ παρθένος πρὸς τὸν εὐαγγελιστὴ ἄγγελο, «ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου ἂς γίνῃ σ᾽ ἐμένα σύμφωνα μὲ τὰ λόγια σου» (Λουκ. 1, 38). Γιὰ νὰ εὑρεθῇ λοιπὸν παρθένος ἱκανὴ γι᾽ αὐτό, ὁ Θεὸς προορίζει πρὸ αἰώνων καὶ ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεγμένους ἀπὸ αἰῶνες αὐτὴν τὴν ὑμνουμένη τώρα ἀπὸ ἐμᾶς ἀειπάρθενη κόρη.
9. Καὶ βλέπετε ἀπὸ ποῦ ἄρχισε ἡ ἐκλογή. Ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ θαυμάσιος Σήθ, ποὺ μὲ τὴν εὐκοσμία τῶν ἠθῶν, τὴν εὐταξία τῶν αἰσθήσεων καὶ τὴν εὐπρέπεια τῶν ἀρετῶν ἐδείκνυε τὸν ἑαυτό του ἔμψυχο οὐρανὸ κι᾽ ἐπέτυχε γι᾽ αὐτὸ τὴν ἐκλογή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ βλαστήσῃ αὐτὴ ἡ παρθένος ὡς θεοπρεπὲς ὄχημα τοῦ ὑπερουρανίου Θεοῦ καὶ ν᾽ ἀνακαλέσῃ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς οὐράνια υἱοθεσία.
10. Γι᾽ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἀπὸ τοῦ Σὴθ (Γεν. 4, 26) ὠνομάζονταν υἱοὶ Θεοῦ, διότι ἀπὸ αὐτὴν τὴν γενεὰ ἐπρόκειτο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ γίνῃ υἱὸς ἀνθρώπου, ἐφ᾽ ὅσον ἄλλωστε καὶ ὁ Σὴθ γλωσσικῶς σημαίνει ἀνάστασις, μᾶλλον δὲ ἐξανάστασις, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως ὁ Κύριος ποὺ ἐπαγγέλεται καὶ χαρίζει ἀθάνατη ζωὴ στοὺς πιστεύοντας σ᾽ αὐτόν. Καὶ πόσο ταιριαστὸς εἶναι ὁ τύπος! «Ὁ μὲν Σὴθ ἔγινε γιὰ τὴν Εὔα, ὅπως λέγει αὐτή, στὴ θέσι τοῦ Ἄβελ», τὸν ὁποῖο ἐφόνευσε ἀπὸ φθόνο ὁ Κάϊν (Γεν. 4, 25)· ὁ δὲ τόκος τῆς παρθένου Χριστὸς ἔγινε στὴ φύσι ἀντὶ γιὰ τὸν Ἀδάμ, τὸν ὁποῖο ἐθανάτωσε ἀπὸ φθόνο ὁ ἀρχηγὸς καὶ προστάτης τῆς κακίας. Ἀλλὰ ὁ μὲν Σὴθ δὲν ἀνέστησε τὸν Ἄβελ, ἀφοῦ ἦταν ἁπλῶς τύπος τῆς ἀναστάσεως· ὁ δὲ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνέστησε τὸν Ἀδάμ, διότι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ τῶν ἀνθρώπων ζωὴ καὶ ἀνάστασις, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σὴθ ἀξιώθηκαν τὴν θεία υἱοθεσία κατὰ τὴν ἐλπίδα τους, ὀνομαζόμενοι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅτι δὲ ὠνομάζονταν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδος εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸν πρῶτο ὀνομασθέντα ποὺ διαδέχθηκε τὴν ἐκλογή. Ἦταν δὲ αὐτὸς ὁ Ἐνὼς τοῦ Σήθ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ γεγραμμένο ἀπὸ τὸν Μωυσῆ «πρῶτος ἤλπισε νὰ καλῆται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 4, 26). Βλέπετε σαφῶς ὅτι ἐπέτυχε τὸ θεῖο ὄνομα σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα;
11. Ἀφοῦ λοιπὸν ἄρχισε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ ἡ ἐκλογὴ γι᾽ αὐτὴν ποὺ κατὰ τὴν πρόγνωσί του θὰ ἐγινόταν μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπετελεῖτο διὰ μέσου τῶν κατὰ καιροὺς γενεῶν, κατέβηκε μέχρι τοῦ βασιλέως καὶ προφήτου Δαβὶδ καὶ τῶν διαδόχων τοῦ θρόνου καὶ τοῦ γένους του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ καιρὸς ἐκαλοῦσε τώρα τὴν ἀποτελείωσι τῆς θείας αὐτῆς ἐκλογῆς, ἐξελέγησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴ γενεὰ τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἦσαν μὲν ἄτεκνοι, συνεζοῦσαν δὲ σωφρόνως καὶ ἦσαν ἀνώτεροι στὴν ἀρετὴ ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἀνάγουν στὸ Δαβὶδ τὴν εὐγένεια τοῦ γένους καὶ τοῦ ἤθους. Αὐτὸ τὸ ζεῦγος ἐζητοῦσε διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς τὴν λῆξι τῆς ἀτεκνίας των ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὑποσχόταν νὰ ἀναθέσουν σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ βρέφος αὐτὸ ποὺ θὰ ἐγεννοῦσαν. Τότε παρέχεται ἡ ὑπόσχεσις καὶ δίδεται παιδί, ἡ τωρινὴ Θεομήτωρ, ὥστε ἡ πανάρετη κόρη νὰ γεννηθῇ ἀπὸ πολυαρέτους γονεῖς καὶ ἡ πάναγνη ἀπὸ ἐξαιρετικὰ σώφρονες, καὶ νὰ λάβῃ ὡς καρπὸ ἡ σωφροσύνη, συνερχομένη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκησι, τὸ νὰ γίνῃ γεννήτρια τῆς παρθενίας, καὶ μάλιστα παρθενίας ποὺ προβάλλει ἀφθόρως κατὰ τὴν σάρκα τὸν προαιωνίως γεννημένον ἀπὸ παρθένον Πατέρα κατὰ τὴν θεότητα. Τί πτερὰ ἐκείνης τῆς προσευχῆς! Τί παῤῥησία, ποὺ εὑρῆκε ἑνώπιον τοῦ Κυρίου!
12. Ἀλλὰ ἐπειδὴ βέβαια ἐκεῖνοι ἐπέτυχαν ἔτσι τὰ ζητούμενα μὲ τὴν προσευχή τους καὶ εἶδαν τὴν πρὸς αὐτοὺς θεία ἐπαγγελία νὰ ἐκπληρώνεται ἐμπράκτως, σπεύδοντας καὶ αὐτοὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ὑπόσχεσι ὡς φιλαλήθεις καὶ θεοφιλεῖς καὶ φιλόθεοι συγχρόνως, εὐθὺς μετὰ τὸν ἀπογαλακτισμὸ ὁδηγοῦν τὴν ἀληθινὰ ἱερὰ καὶ θεόπαιδα καὶ τώρα θεομήτορα παρθένο στὸ ἱερὸ τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἱεράρχη ποὺ εὑρισκόταν σ᾽ αὐτό. Αὐτὴ δέ, γεμάτη θεία χάρι καὶ τέλειο νοῦ ἀκόμη καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἡλικία, ἀντιλαμβανόταν ἀπὸ τότε, καὶ μάλιστα καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὰ τελούμενα σ᾽ αὐτήν, καὶ ἔδειξε μὲ ὅποιον τρόπο μποροῦσε ὅτι δὲν ὁδηγεῖται, ἀλλὰ αὐτὴ μόνη της μὲ ἐλεύθερη γνώμη προσέρχεται στὸ Θεό, σὰν νὰ εἶναι ἀπὸ ἑαυτοῦ της πτερωμένη πρὸς τὸν ἱερὸ καὶ θεῖο ἔρωτα και νὰ θεωρῇ ἀγαπητὴ καὶ νὰ ἀναγνωρίζῃ ὡς ἀξία της τὴν εἴσοδο καὶ κατοικία στὰ ἅγια τῶν ἁγίων.
13. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχιερεὺς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀντιλήφθηκε τότε ὅτι ἡ κόρη εἶχε ἔνοικη τὴν θεοειδῆ χάρι παραπάνω ἀπὸ ὅλους, ἔπρεπε νὰ τὴν ἀξιώσῃ τὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους, νὰ τὴν εἰσαγάγῃ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ νὰ πείσῃ αὐτὸ ποὺ γινόταν ὅλους τοὺς τότε ἀνθρώπους ν᾽ ἀγαποῦν, μὲ τὴν σύμπραξι καὶ ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ μαζί, ποὺ ἔστελλε ἀπὸ ἄνω δι᾽ ἀγγέλου ἀπόῤῥητη τροφὴ στὴν παρθένο ἐκεῖ. Μὲ αὐτὴν τὴν τροφὴ ἐδυνάμωνε καλύτερα τὴ φύσι της καὶ συντηροῦσε καὶ τελειοποιοῦσε τὸν ἑαυτό της κατὰ τὸ σῶμα καθαρώτερα καὶ ἀνώτερα ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἔχοντας ὡς ὑπηρέτες τοὺς οὐρανίους νόες, διότι δὲν εἰσήχθηκε ἁπλῶς καὶ μόνο στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παραλήφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ συνοίκησι μὲ αὐτὸν γιὰ ὄχι ὀλίγα ἔτη· ὥστε ἔτσι στὸν κατάλληλο καιρὸ ν᾽ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐράνιες μονὲς καὶ νὰ δοθοῦν γιὰ ἀΐδια κατοίκια σὲ ὅσους πιστεύουν στὴν παράδοξη γέννα της.
14. Ἔτσι λοιπὸν καὶ γι᾽ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀπετέθη δικαίως σήμερα στὰ ἅγια ἄδυτα σὰν θησαυρὸς τοῦ Θεοῦ ἡ κόρη ποὺ ἐξελέγη ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπὸ αἰῶνες, ποὺ ἀναδείχθηκε ἁγία τῶν ἁγίων, ποὺ ἔχει τὸ σῶμα καθαρώτερο καὶ θειότερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ διὰ τῆς ἀρετῆς κεκαθαρμένα πνεύματα, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δεκτικὸ μόνο τοῦ τύπου τῶν θείων λόγων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ ἐνυποστάτου καὶ μονογενοῦς Λόγου τοῦ προανάρχου Πατρός· σὰν θησαυρὸς ποὺ ὁ Λόγος θὰ τὸν χρησιμοποιοῦσε στὸν καιρὸ του, ὅπως καὶ ἔγινε, γιὰ πλουτισμὸ καὶ ὑπερκόσμιο καὶ συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα. Κι᾽ ἔτσι καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο δοξάζει τὴ μητέρα του καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησι καὶ μετὰ τὴ γέννησι. Ἐμεῖς δέ, κατανοώντας τὴ σημασία τῆς σωτηρίας ποὺ μᾶς ἑτοιμάσθηκε δι᾽ αὐτῆς ἀποδίδουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμί μας τὴν εὐχαριστία καὶ τὸν ὕμνο. Πραγματικά, ἂν ἡ εὐγνώμων γυναῖκα ποὺ ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο, μόλις ἄκουσε γιὰ λίγο τοὺς σωτηριώδεις λόγους τοῦ Κυρίου, ἀπέδωσε τὸν μακαρισμὸ καὶ τὴν εὐχαριστία στὴ μητέρα τούτου, ὑψώνοντας τὴ φωνή της ἀπὸ τὸν ὄχλο καὶ λέγοντας πρὸς τὸν Χριστό, «καλότυχη εἶναι ἡ κοιλία ποὺ σ᾽ ἐβάστασε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ ἐθήλασες» (Λουκ. 11, 27) ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε κοντὰ μας γραμμένα ὅλα τὰ λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς, καὶ ὄχι μόνο τὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ τὰ θαύματα καὶ τὰ παθήματα καὶ τὴν δι᾽ αὐτῶν ἔγερσι τῆς φύσεως μας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνάληψὶ της ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, καὶ τὴν δι᾽ αὐτῶν ἐπηγγελμένη σ᾽ ἐμᾶς ἀθάνατη ζωὴ καὶ ἀμετάτρεπτη σωτηρία, πῶς δὲν θ᾽ ἀνυμνήσωμε καὶ μακαρίσωμε ἀδιαλείπτως τὴν μητέρα τοῦ χορηγοῦ τῆς σωτηρίας, τοῦ δοτῆρος τῆς ζωῆς, ἑορτάζοντας τώρα καὶ τὴν σύλληψι αὐτῆς καὶ τὴν γέννησι καὶ τὴν μετοίκησι στὰ ἅγια τῶν ἁγίων;
15. Ἀλλὰ ἂς μετοικίσωμε κι᾽ ἐμεῖς τοὺς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπὸ τὴ γῆ στὰ ἄνω· ἂς μεταφερθοῦμε ἀπὸ τὴν σάρκα ἐπάνω στὸ πνεῦμα· ἂς μεταθέσωμε τὸν πόθο ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ μόνιμα· ἂς καταφρονήσωμε τὶς σαρκικὲς ἡδονές, ποὺ ἔχουν εὑρεθῇ ὡς δέλεαρ κατὰ τῆς ψυχῆς καὶ παρέρχονται γρήγορα· ἂς ἐπιθυμήσωμε τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ μένουν ἄφθαρτα· ἂς ὑψώσωμε ἀπὸ τὴν κάτω τύρβη τὴ στάσι καὶ τὴν διάνοιὰ μας· ἂς τὴν ἀνεβάσωμε στὰ οὐράνια ἄδυτα, ἐκεῖνα τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου τώρα κατοικεῖ ἡ Θεοτόκος.
16. Διότι ἔτσι θὰ εἰσέλθουν σ᾽ αὐτὴν ἐπωφελῶς γιὰ μᾶς μὲ θεάρεστη παῤῥησία καὶ τὰ ἄσματά μας καὶ οἱ δεήσεις μας πρὸς αὐτὴν κι ἔτσι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παρόντα μὲ τὴ μεσιτεία της θὰ γίνωμε κληρονόμοι καὶ τῶν μελλόντων καὶ μενόντων ἀγαθῶν, μὲ τὴ χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας ποὺ ἐγεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν γιὰ μᾶς, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ συναΐδιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ· περὶ ἀρετῆς καὶ κακιῶν.

Πρέπει να ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους.

Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις, είναι νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία, και αίσθηση. Οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες. Όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση, αφή. Για αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες.

    Ώστε αναγκαίο είναι να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά πάθη. Ψυχικές αρετές είναι πρώτα οι τέσσερις γενικότερες αρετές, οι οποίες είναι, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη, και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η αφιλαργυρία, η συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, πόθος της βασιλείας του Θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας.

    Σωματικές αρετές ή μάλλον εργαλεία των αρετών, που όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα του
θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι εξής. Εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, ολονύκτια στάση, στην προσευχή, συνεχής γονυκλισία, αλουσιά, χρήση ενός μόνου ενδύματος, ξηροφαγία, το να τρώει κανείς αραιά, να πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχια, ακτημοσύνη, αποφυγή περιποιήσεως, καλλωπισμού, αφιλαυτία, μόνωση, ησυχία, το να μην βγαίνει κανείς έξω, στέρηση, αυτάρκεια, σιωπή, το να κάνει κανείς εργόχειρο με τα χέρια του, και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα οποία, όταν είναι το σώμα εύρωστο και ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη είναι αναγκαιότητα και ωφελιμότατα. Όταν το σώμα είναι εξασθενημένο και έχει, με την βοήθεια του θεού, νικήσει τα πάθη, δεν είναι αναγκαία, γιατί η αγία ταπείνωση και η ευχαριστία τα αναπληρώνουν όλα.

    Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη.
    Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια.

    Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα οποια είναι.

Ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής, και συνεχή μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών η φιλαργυρία, κακοήθεια και πονηρία.

    Σωματικά πάθη είναι. Γαστριμαργία, λαιμαργία, απόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ασελγεία, ακαθαρσία, αιμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακές επιθυμίες και όλα τα παρά φύση αισχρά πάθη. Κλοπή, ιεροσυλία, ληστεία, φόνος, η κάθε σωματική άνεση και απόλαυση των θελημάτων της σάρκας, και μάλιστα όταν έχει υγεία το σώμα.
Μαντείες, οιωνισμοί, κλυδωνισμοί, αγάπη για στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα του προσώπου, αξιοκατάκριτη αργία, φαντασιώσεις, τυχερά παιχνίδια, η εμπαθής παράχρηση των τερπνών του κόσμου, η φιλοσώματη ζωή που παχαίνει το νου, και τον κάνει γήινο και κτηνώδης, και δεν τον αφήνει να σηκωθεί προς το Θεό και προς τις εργασίες των αρετών.

    Ρίζες όλων αυτών των παθών και πρωταίτιες είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία, και η φιλαργυρία από τις οποίες γεννιέται κάθε κακό.

    Δεν αμαρτάνει ποτέ ο άνθρωπος, αν πρωτύτερα δεν υπερισχύσουν και δεν τον κατακυριεύσουν οι δυνατοί γίγαντες που αναφέρει ο σοφότατος ασκητής Μάρκος, δηλαδή η λήθη, η ραθυμία, και η άγνοια.

    Αυτές τις γεννά η ηδονή, η καλοπέραση, και η αγάπη της δόξας των ανθρώπων και του περισπασμού. Πρώτη αιτία όλων αυτών και κακή μητέρα είναι, η φιλαυτία, δηλαδή η παράλογη αγάπη του σώματος κι εμπαθείς προσκόλληση σ` αυτό. Η διάχυση και η χαύνωση του νου με ευτραπελίες και αισχρολογίες προξενούν πολλά κακά και πολλές πτώσεις, όπως επίσης η θρασύτητα και το γέλιο.

    Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η εμπαθής φιληδονία είναι πολύμορφη και πολύτροπη, και είναι πολλές οι ηδονές που εξαπατούν την ψυχή, όταν δεν είναι στερεωμένη στο Θεό με νίψη και θείο φόβο, και δεν φροντίζει για την εργασία των αρετών με αγάπη προς τον Χριστό. Γιατι είναι παρά πολλές οι ηδονές που τραβούν προς τον εαυτό τους τα μάτια της ψυχής. Είναι οι ηδονές των σωμάτων, των χρημάτων, της απολαύσεις, της ραθυμίας, της εξουσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας.

    Και φαίνονται όλες αυτές ότι έχουν λαμπερά πρόσωπα και αξιαγάπητα, ικανά να προσελκύσουν εκείνους που παθαίνονται, για όλα αυτά, και δεν έχουν σφοδρό έρωτα προς την αρετή και δεν υπομένουν τη σκληρότητά της. Κάθε σχέση, με τα γήινα και η κάθε προσκόλληση σε αυτά προξενεί ηδονή και ευχαρίστησης` αυτόν που την έχει, και αποδεικνύει ότι είναι ανώφελο και βλαβερό, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής όταν είναι εμπαθές, επειδή εξαιτίας του, εκείνος που στερείται κάτι που ποθεί, υποτάσσεται στο θυμό, στην οργή, στη λύπη και στην μνησικακία.

  

    Είναι πολυσχιδής η ηδονή της επιθυμίας, όπως προείπαμε.
    Δεν αρκείται μόνο στην πορνεία και τις άλλες σωματικές απολαύσεις, αλλά ζητεί και τα λοιπά πάθη.
    Αφού, σωφροσύνη είναι όχι μόνο η αποχή από την πορνεία και τις σαρκικές ηδονές, αλλά να απέχει κανείς και από τις άλλες ηδονές.
    Γι` αυτό εκείνος που αγαπά την φιλοχρηματία, τη φιλαργυρία και την πλεονεξία είναι ακόλαστος.
    Γιατί όπως ο ακόλαστος έχει έρωτα προς τα σώματα, έτσι και αυτός έχει έρωτα προς τα χρήματα.
    Ή μάλλον, αυτός είναι πιο ακόλαστος, αφού δεν έχει τόσο βία από την φύση να τον σπρώχνει σ` αυτά.
    Γιατί αμαθής ηνίοχος δεν είναι εκείνος που δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο και δυσάγωγο άλογο, αλλά εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει το ήμερο και ήσυχο άλογο.
    Και από παντού φαίνεται ότι είναι περιττή και όχι φυσική η επιθυμία των χρημάτων, γιατί δεν βιάζεται σ` αυτήν ο άνθρωπος από τη φύση, αλλά από την κακή του προαίρεση.
    Για αυτό και αμαρτάνει ασυγχώρητα εκείνος που νικάτε εκούσια από την φιλοχρηματία.
    Ώστε πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι η φιληδονία δεν έγκειται μόνο στην τρυφή και στην απόλαυση των σωμάτων, αλλά σε κάθε τρόπο και πράγμα που το αγαπά κανείς με πάθος και με την προαίρεση της ψυχής του.
    Και για να γνωρίζονται καθαρότερα τα πάθη που αφορούν στα τρία μέρη της ψυχής, προσθέτουμε και τα παρακάτω με συντομία.

Η ψυχή διαιρείται σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό, και το επιθυμητικό.
Του λογιστικού αμαρτήματα είναι αυτά. Απιστία, αίρεση, αφροσύνη, βλασφημία, αχαριστία, και οι συγκαταθέσεις των αμαρτημάτων, οι οποίες γίνονται από το παθητικό μέρος.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών των κακών, είναι η αδίστακτη πίστη στο Θεό και τα αληθινά και χωρίς πλάνη ορθόδοξα δόγματα της ευσέβειας, η αδιάκοπη μελέτη των λόγων του Πνεύματος, η καθαρή και αδιάλειπτη προσευχή, και η ευχαριστία προς το Θεό.
Τα αμαρτήματα του θυμικού είναι τα εξής.
Η ασπλαχνία, το μίσος, η ασυμπάθεια, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος και η συνεχής αυτών και των παρομοίων μελέτη.
Η ίαση και θεραπεία είναι η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότητα, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία και η καλοσύνη.
Του επιθυμητικού τα αμαρτήματα είναι τα εξής.
Η γαστριμαργία, η λαιμαργία, η οινοποσία, η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασελγεία, η φιλοχρηματία, η επιθυμία της κενής δόξας, και η επιθυμία χρυσού και πλούτου και σαρκικών απολαύσεων.
Η ίαση και η θεραπεία αυτών είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, το σκόρπισμα των χρημάτων στους φτωχούς, η επιθυμία των μελλόντων εκείνων αγαθών, ο πόθος της βασιλείας του Θεού και η επιθυμία της θειας υιοθεσίας.

    Τώρα πρέπει να κάνουμε λόγο για την διάγνωση των εμπαθών λογισμών, από τους οποίους γίνεται η κάθε αμαρτία.
Οκτώ είναι οι βασικοί λογισμοί της κακίας.
1. ΤΗΣ ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑΣ
2. ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
3. ΤΗΣ ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑΣ
4. ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
5. ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ
6. ΤΗΣ ΑΚΗΔΙΑΣ
7. ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
8. ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ.
    Το να μας παρενοχλούν ή να μην μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας.
    Το να επιμένουμε όμως σε αυτούς ή να μην επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε αυτό είναι στην εξουσία μας.

    Στους λογισμούς αυτούς διακρίνουμε τα εξής.
    ΠΡΟΣΒΟΛΗ, ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ, ΠΑΛΗ, ΠΑΘΟΣ, ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ.
    Προσβολή είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου.
    «Κάνε τούτο ή εκείνο» όπως συνέβη στο Κύριο και Θεό μας.
    «Πες να γίνουν αυτές οι πέτρες ψωμιά» Ματθαίος 4,3.
    Αυτό, όπως είπαμε, δεν είναι στην εξουσία μας.
    Συνδυασμός είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και με ένα τρόπο, η μελέτη του πονηρού λογισμού και ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας.
    Πάθος είναι η έξη που δημιουργείται από τον συνδυασμό του λογισμού που υποβάλει ο εχθρός, και η κατά κάποιο τρόπο συνεχής μελέτη και φαντασία.
    Πάλη είναι η αντίσταση στο λογισμό που γίνεται ή προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει – δηλαδή του εμπαθούς λογισμού – ή προς συγκατάθεση, καθώς λέει ο Απόστολος.
« Η σάρκα επιθυμεί κατά του πνεύματος και το πνεύμα κατά της σαρκός, και αυτά είναι αντίθετα μεταξύ τους».(Γαλ. 5,17.)
    Αιχμαλωσία είναι η βίαιη και αθέλητη απαγωγή της καρδιάς που τυραννιέται από προηγούμενο εθισμό στην αμαρτία και μακρά συνήθεια.
    Συγκατάθεση είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός.
    Ενέργεια είναι η ίδια η πράξη του εμπαθούς λογισμού, στον οποίο συγκατατεθήκαμε.
    Εκείνος λοιπόν που αντιμετωπίζει απαθώς το πρώτο, δηλαδή την προσβολή, ή το διώχνει αμέσως με αντίρρηση και σταθερότητα, έκοψε με μια και όλα τα επόμενα.

    Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο.
Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.
Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείτε η πορνεία.
Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείτε η φιλαργυρία.
Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείτε η οργή.
Με την πνευματική χαρά καταργείτε η κοσμική λύπη.
Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον θεό καταργείτε η ακηδία.
Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.
    Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.

    Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινοί γνώση, στέκεται μπροστά στο φως της Αγίας Τριάδος, και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.

    Η ψυχή λοιπόν όπως προαναφέραμε, έχει τρία μέρη.
    1. λογισμός
    2. θυμός.
    3. επιθυμία.
    Όταν στο θυμικό μέρος υπάρχει αγάπη και φιλανθρωπία, και στην επιθυμία καθαρότητα και σωφροσύνη, τότε ο λογισμός είναι φωτισμένος.
    Όταν όμως στο θυμικό μέρος υπάρχει μισανθρωπία και στο επιθυμητικό υπάρχει ακολασία, τότε ο λογισμός είναι σκοτισμένος.
    Ο λογισμός τότε υγιαίνει και σωφρονεί και φωτίζεται, όταν έχει τα πάθει υποταγμένα, και θεωρεί πνευματικά τους λόγους των κτισμάτων του θεού και ανυψώνεται προς την μακάρια Αγία Τριάδα.
    Ο θυμός τότε κινείτε κατά φύση, όταν αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δεν έχει εναντίον κανενός λύπη ή μνησικακία.
    Η δε επιθυμία όταν με την ταπεινοφροσύνη, την εγκράτεια και την ακτημοσύνη νεκρώσει τα πάθη, δηλαδή την ηδονή της σαρκός, και τον πόθο των χρημάτων και της πρόσκαιρης δόξας, και στραφεί προς το θείο και αθάνατο έρωτα.
    Γιατι η επιθυμία κινείται προς τρία πράγματα. Είτε προς την σαρκική ηδονή, είτε προς την μάταιη δόξα, ή προς απόκτηση χρημάτων.
    Και για την παράλογη αυτή έφεση καταφρονεί τον Θεό και τις άγιες εντολές του, λησμονεί τη θεϊκή ευγένεια, γίνεται θηρίο εναντίον του πλησίον, σκοτίζει τον λογισμό και δεν αφήνει να στραφεί και να δει την αλήθεια.
    Ενώ εκείνος που απόκτησε ανώτερο φρόνημα, όπως προείπαμε, απολαμβάνει από εδώ την βασιλεία των ουρανών και ζει μακάρια ζωή αναμένοντας τη μακαριότητα που προορίζεται για όσους αγαπούν τον θεό. Αυτής είθε ν` αξιωθούμε κι εμείς με την χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αμήν.

    Πρέπει να γνωρίζουμε και αυτό.
    Ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέτρο κάποιας αρετής, παρά με κοπιαστική φιλοπονία για την απόκτηση της και προσπαθώντας με όση δύναμη έχουμε σε όλη μας την ζωή, όπως λόγου χάρη για την ελεημοσύνη, την εγκρατεια, την προσευχή, την αγάπη, ή κάποια από τις γενικές αρετές.
    Από αυτές, μερικώς ο καθένας ασκεί κάποια αρετή. Λ.χ. ασκεί κανείς ποτέ – ποτέ την ελεημοσύνη, αλλά επειδή την ασκεί λίγο, δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ελεήμονα, κι ακόμα περισσότερο όταν δεν το κάνει αυτό καλά και θεάρεστα.
    Γιατι το καλό δεν είναι καλό όταν δεν γίνεται καλά.
    Αλλά καλό είναι πράγματι όταν δεν απολαμβάνει εδώ το μισθό του από οποιαδήποτε αιτία, για παράδειγμα από ανθρωπαρέσκεια λόγο καλής φήμης, ή επιδίωξη δόξας, ή από πλεονεξία, και αδικία.
Επειδή ο θεός δεν ζητεί εκείνα που γίνονται και νομίζονται καλά, αλλά εξετάζει το σκοπό για τον οποίο γίνεται.
    Όπως λένε και οι θεοφόροι Πατέρες, όταν ο νους λησμονήσει το σκοπό της ευσέβειας, τότε και το έργο που είναι φανερά ενάρετο, γίνεται ανώφελο.
    Και εκείνα που γίνονται χωρίς διάκριση και σκοπό, όχι μόνο δεν ωφελούν και αν ακόμη είναι καλά, αλλά βλάπτουν.

    Το αντίθετο συμβαίνει με εκείνα που νομίζονται κακά, γίνονται όμως με θεοσεβή σκοπό. Όπως εκείνος που μπήκε στο πορνείο, και τράβηξε από Εκει την πόρνη.
    Από αυτό γίνεται φανερό, ότι δεν είναι ελεήμων εκείνος που έκανε λίγες φορές την ελεημοσύνη, ούτε είναι εγκρατής εκείνος που εγκρατεύθηκε λίγο, αλλά εκείνος που παρά πολλές φορές και σε όλη του τη ζωή εργάστηκε ολικά την αρετή με ασφαλή διάκριση.
   Γιατι η διάκριση είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές, Επειδή είναι βασίλισσα και αρετή των αρετών.
    Όπως πάλι και για τα αντίθετα.
    Δεν λέμε πόρνο ή μέθυσο ή ψεύτη εκείνον που μια φορά γλίστρησε σε αυτά, αλλά εκείνον που πέφτει συχνά σ` αυτά και μένει αδιόρθωτος.
    Κοντά σε όσα είπαμε πρέπει να γνωρίσουμε και τούτο, που είναι και αναγκαιότατο σ` όλους εκείνους που έχουν ζήλο να κατορθώσουν την αρετή και επιμελούνται να αποφύγουν την κακία.
    Ότι δηλαδή, όσο η ψυχή είναι ασυγκρίτως καλύτερη από το σώμα και σε πολλά και μέγιστα σημεία είναι σπουδαιότερη και πιο πολύτιμη, τόσο οι ψυχικές αρετές ( και μάλιστα εκείνες που μιμούνται το Θεό και έχουν το Όνομα του), είναι ανώτερες από τις σωματικές. Αρετές.

    Αντίθετα πρέπει να νοούμε για τις ψυχικές κακίες, ότι διαφέρουν από τα σωματικά πάθη και ως προς τις ενέργειες τους και ως προς την έκτιση των τιμωριών που επιβάλλονται σ` αυτές, αν και στους πολλούς, δεν ξέρω πως, αυτό τους διαφεύγει.
    Γιατι τη μέθη, την πορνεία, τη μοιχεία, την κλοπή και τα παραπλήσια με αυτά, τα προσέχουν και τα αποφεύγουν, ή τα τιμωρούν, επειδή φαίνονται στους πολλούς βδελυρά.
    Απέναντι όμως στα ψυχικά πάθη, που είναι χειρότερα και βαρύτερα από αυτά και που οδηγούν στην κατάσταση των δαιμόνων και στην αιώνια κόλαση που τους περιμένει όσους τα ακολουθούν χωρίς διόρθωση, μένουν αδιάφοροι.
    Εννοώ δηλαδή το φθόνο, τη μνησικακία, την πονηρία, την αναισθησια, την φιλαργυρία που ο Απόστολος την θεωρεί ρίζα όλων των κακών, και τα όμοιά της.

    Μιλήσαμε γι` αυτά με όλη την αμάθεια και την αφέλεια μας, κάνοντας μια ευσύνοπτη και σαφή έκθεση του λόγου περί των αρετών και παθών, για να μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει και να εξακριβώνει τη διαίρεση και τη διαφορά τους με ακρίβεια και σαφήνεια.
    Γι` αυτό και μιλήσαμε για το καθένα με τρόπους και από πολλές απόψεις, ώστε, αν είναι δυνατόν, καμία πλευρά της αρετής ή της κακίας να μην αγνοείται.
    Ακόμη για να επιδιώξουμε με χαρά τις αρετές και μάλιστα τις ψυχικές που προσεγγίζουμε στο Θεό, και για να αποφύγουμε τις κακίες με όλη μας την δύναμη.
    Γιατι είναι αληθινά μακάριος εκείνος που ζητά την αρετή και την ασκεί και εξετάζει με επιμέλεια τι είναι αρετή, επειδή με αυτήν πλησιάζει τον θεό και ενώνεται νοερά μ` Αυτόν.
    Φρόνηση, ανδρεία, σοφία, αληθινοί γνώση, και πλούτος αναφαίρετος είναι κυρίως το να ανυψώνεται ο άνθρωπος με την πρακτική αρετή στην θεωρία του Δημιουργού.
    Η αρετή λέγεται έτσι από το ρήμα «αίρείσθαι», γιατι είναι αιρετή και θελητή, επειδή κάνουμε αυτοπροαίρετα και θεληματικά το αγαθό, κι όχι χωρίς να θέλουμε και αναγκαστικά.
    Η φρόνηση πάλι λέγεται έτσι, γιατι φέρνει στο νου τα ωφέλιμα.

    Αν θέλεις, ας προσθέσουμε στον αφελή αυτό λόγο, σαν χρυσή σφραγίδα, και λίγα περί του « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του πιο τιμημένου από όλα τα κτίσματα του Θεού, δηλαδή τον άνθρωπο.
Το νοερό και λογικό ζώο, ο άνθρωπος, μόνο από όλα τα κτίσματα είναι « κατ` εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού.
    Κάθε άνθρωπος λέγεται «κατ` εικόνα Θεού» για το αξίωμα του νου και της ψυχής, δηλαδή το ακατάληπτο, το αόρατο, το αθάνατο, το αυτεξούσιο.
Και ακόμη για την ικανότητα να άρχει, να τεκνοποιεί και να οικοδομεί.
«Καθ` ομοίωσιν» λέγεται για την αρετή και τις πράξεις με τις οποίες μιμείται το Θεό και έχουν το όνομα του Θεού.
    Δηλαδή, το να δείχνει φιλανθρωπία προς τους συνανθρώπους του, να οικτίρει, να ελεεί και να αγαπά τους συνδούλους του, να δείχνει στους άλλους κάθε ευσπλαχνία και συμπάθεια.
« Να γίνεται, λέει ο Χριστός και Θεός, σπλαχνικοί, όπως είναι σπλαχνικός και ο ουράνιος Πατέρας σας». Λουκάς 6,36

    Το «κατ` εικόνα» το έχει κάθε άνθρωπος, γιατι ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του.
    Το «καθ` ομοίωσιν», όμως το έχουν σπάνιοι και μόνο οι ενάρετοι και άγιοι, οι οποίοι μιμούνται – κατά το δυνατό σε ανθρώπους – την αγαθότητα του Θεού.
Είθε κι εμείς να αξιωθούμε την υπεράγαθη φιλανθρωπία του Θεού, αφού Του φανούμε ευάρεστοι με την αγαθοεργία και γίνουμε μιμητές εκείνων που έχουν ευαρεστήσει από αιώνων τον Χριστό.

    Γιατί σε Αυτόν ανήκει το έλεος και σε Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του, και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Αν τώρα μαζί με την εμπαθή προσκόλληση, επικρατήσει και κάποια έστω μικρή συνήθεια, αλίμονο! Κάνει τότε εκείνο που κυριεύτηκε από αυτήν να ακολουθεί διαρκώς την παράλογη αυτή εμπαθή προσκόλληση αναίσθητα και χωρίς θεραπεία, με την ηδονή που είναι κρυμμένη μέσα σ` αυτή.

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ· Λόγος εἰς τὸν τίμιον καὶ ζῳοποιὸν Σταυρόν

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ προαναγγελλόταν καὶ προτυπωνόταν μυστικῶς ἀπὸ παλαιὲς γενεὲς καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν συμφιλιώθηκε μὲ τὸ Θεὸ χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Πραγματικὰ μετὰ τὴ προγονικὴ ἐκείνη παράβαση στὸ παράδεισο τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ δένδρου, ἡ μὲν ἁμαρτία ἀναπτύχθηκε, ἐμεῖς δὲ πεθάναμε, ἔχοντας ὑποστεῖ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ὁ ἀπὸ τὸ Θεὸ χωρισμός της.
Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ αὐταγαθότης καὶ ἀρετὴ καὶ αὐτοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση εἶναι τὸ δικό μας πνεῦμα. Γιὰ νὰ ἀνανεωθεῖ καὶ φιλιωθεῖ ὁποιοσδήποτε μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὸ πνεῦμα, πρέπει νὰ καταργηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τοῦτο εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου.
Πολλοὶ φίλοι τοῦ Θεοῦ μαρτυρήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ νόμο, χωρὶς νὰ ἔχει φανεῖ ἀκόμα ὁ Σταυρός. Ὁ Δαβὶδ λέγει: ἀπὸ ἐμένα τιμήθηκαν ὑπερβολικὰ οἱ φίλοι σου, Θεέ» (Ψαλμ. 138,16). Πῶς λοιπὸν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρὸ; Διότι ἐνεργεῖτο σὲ αὐτοὺς τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.
Ἂς ἀρχίσουμε πρῶτα ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: Ἔβγα ἀπὸ τὴ γῆ σου καὶ τὴ συγγένειά σου καὶ ἔλα στὴ γῆ ποὺ θὰ σοῦ δείξω». Δὲν εἶπε ποὺ θὰ σοῦ δώσω, ἀλλὰ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Αὐτὸς ὁ λόγος φέρει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.
Πρὸς τὸν Μωυσῆ δέ, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «λύσε τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια σου». Τοῦτο εἶναι ἄλλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Νὰ λύσει τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια, νὰ ἀποθέσει τοὺς δερμάτινους χιτῶνες μέσα στοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία γῆ. Νὰ μὴ ζεῖ πλέον κατὰ σάρκα καὶ στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ καταργηθεῖ καὶ νὰ νεκρωθεῖ ἡ ἀντικειμένη στὸ Θεὸ ζωή. Ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος νὰ σταυρώσει κανεὶς τὴ σάρκα μαζὶ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἐπιθυμίες.
Ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ φύγουν τελείως ἀπὸ μᾶς τὰ πονηρὰ πάθη καὶ ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴ ἐνεργοῦν σέ μας συλλογιστικά, ἐὰν δὲν φθάσουμε στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ εἴδους αὐτοῦ ποὺ σταυρώνει γιὰ τὸ κόσμο ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιώθηκαν. Ἔτσι καὶ ἡ στὴ περίπτωση τοῦ Μωυσῆ ἐκείνη θεωρία τῆς καιομένης καὶ μὴ κατακαιομένης βάτου ἦταν μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, μεγαλύτερο καὶ τελειότερο ἀπὸ τὸ μυστήριο ἐκεῖνο τὸ καιρὸ τοῦ Ἀβραάμ. Ἄραγε λοιπὸν ὁ μὲν Μωυσῆς ἐμυήθηκε τὸ τελειότερο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ Ἀβραὰμ ὄχι;
Στὸν Ἀβραὰμ ποὺ ἀξιώθηκε τὴ θαυμασιωτέρα θεοπτία, ὅταν εἶδε τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεὸ στὴ Βαλανιδιὰ τοῦ Μαβρῆ (Γεν. 18,1), ἐνεργήθηκε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ὅταν θυσίαζε τὸ γιό του Ἰσαάκ. Ὁ Ἰσαὰκ ἦταν ὁ ἴδιος τύπος ἐκείνου ποὺ προσηλώθηκε σ᾿ αὐτόν, ἀφοῦ ἔγινε ὑπήκοος στὸ πατέρα του μέχρι θανάτου, ὅπως ὁ Χριστός. Καὶ τὸ κριάρι ποὺ τοῦ δόθηκε σὲ σφαγὴ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τὸ φυτό, στὸ ὁποῖο ἦταν τὸ κριάρι δεμένο, εἶχε τὸ μυστήριο τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ λεγόταν Σαβέκ, φυτὸ ἀφέσεως, ὅπως καὶ ὁ Σταυρὸς λεγόταν ξύλο σωτηρίας.
Ἐνεργοῦσε δὲ τὸ μυστήριο καὶ ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ καὶ στὸν Ἰακώβ, τὸ γιὸ τοῦ Ἰσαάκ, διότι αὔξησε τὰ ποίμνιά του μὲ ξύλα καὶ ὕδωρ. Τὸ ξύλο λοιπὸν προετύπωνε τὸ σταυρικὸ ξύλο, τὸ δὲ ὕδωρ τὸ θεῖο βάπτισμα ποὺ περικλείει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἰακὼβ καὶ ὅταν προσκυνοῦσε ἕως τὸ ἄκρο τῆς ράβδου του καὶ ὅταν εὐλογοῦσε τοὺς ἐγγονούς του (Γεν. 48,9-20), ὑπεδήλωνε ἀκόμη καθαρότερα τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ.
Ὅπως λοιπὸν στὸν μὲν Ἀβραὰμ ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ γιός του Ἰσαὰκ ἦταν τύπος τοῦ ὕστερα σταυρωθέντος, ἔτσι πάλι στοῦ Ἰακὼβ τὸ βίο ὁλόκληρο ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ Ἰωσὴφ δὲ ὁ γιὸς τοῦ Ἰακὼβ ἦταν τύπος καὶ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Λόγου ποὺ ἀργότερα πρόκειτο νὰ σταυρωθεῖ. Διότι ἀπὸ φθόνο ὁδηγήθηκε καὶ αὐτὸς πρὸς τὴ σφαγὴ καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς. Ἐὰν δὲ δὲν σφάχθηκε, ἀλλὰ πωλήθηκε ὁ Ἰωσὴφ καὶ οὔτε ὁ Ἰσαὰκ σφάχθηκε δὲν εἶναι περίεργο, γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ τύπος τῆς μελλοντικῆς ἀληθείας. Ἡ σφαγὴ προεφανέρωνε τὸ κατὰ σάρκα πάθος τοῦ Θεανθρώπου, ἡ δὲ ἀποφυγὴ τοῦ πάθους προεφανέρωνε τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος.
Ἂς ἐπανέλθουμε στὸ Μωυσῆ ποὺ σώθηκε ὁ ἴδιος μὲ ξύλο καὶ ὕδωρ, ὅταν ἐκτέθηκε μέσα σὲ ἕνα καλάθι στὰ ρεύματα τοῦ Νείλου, ποὺ ὅπως εἴπαμε προεφανέρωνε τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ βάπτισμα. Προχωρώντας ὁ Μωυσῆς προανέδειξε σαφέστατα τὸν τύπο ἀκόμη καὶ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴ σωτηρία δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τύπου. Γιατὶ ἀφοῦ ἔστησε ὄρθια τὴ ράβδο, ἅπλωσε πάνω σὲ αὐτὴν τὰ χέρια του καὶ σχηματίζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του σταυρικῶς πάνω στὴ ράβδο, κατατρόπωσε τοὺς ἐχθρούς. (Ἐξ. 17, 8). Ἐπίσης τοποθετώντας τὸ χάλκινο φίδι πλάγια πάνω σὲ σημαία, ἀναστηλώνοντας τὸ τύπο τοῦ Σταυροῦ, παρήγγειλε στοὺς δαγκαμένους ἀπὸ φίδια Ἰουδαίους νὰ τὸν βλέπουν καὶ ἔτσι νὰ θεραπεύονται ἀπὸ τὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν.
Δὲν θὰ ἐπαρκέσει ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι σὲ πόσους ἄλλους ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὅπως περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν ἔπειτα ἀπὸ αὐτῶν κριτῶν καὶ προφητῶν, τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν μετέπειτα, οἱ ὁποῖοι ἀνέκοψαν ποταμούς, σταμάτησαν τὸν ἥλιο, κατεδάφισαν πόλεις ἀσεβῶν, ἔγιναν νικηφόροι στὸ πόλεμο, ἀπέφυγαν θάνατο ἀπὸ μαχαίρι ἢ ἀπὸ φωτιὰ ἢ ἀπὸ λιοντάρια, ἔλεγξαν βασιλεῖς, ἀνέστησαν νεκρούς, ἔφεραν ξηρασία καὶ πάλι ὅταν τὸ ζήτησαν ἔφεραν βροχὴ καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὴ πίστη ἰδιαίτερα στὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι δύναμις Θεοῦ γιὰ μᾶς τοὺς σωζομένους, ἐνῶ εἶναι μωρία γιὰ τοὺς ἀφανιζομένους.
Ἀλλὰ νὰ ἀφήσουμε ὅλους μὲ τὸ παλαιὸ νόμο, καὶ νὰ πᾶμε στὸν ἴδιο τὸ Κύριο, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρό: ὅ,ποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του γιὰ νὰ μὲ ἀκολουθήσει, δὲν εἶναι ἄξιός μου», καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἔλθει πίσω μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει».
Ἡ ἐντολὴ διατάσσει νὰ ἀρνεῖται κανεὶς τὸ σῶμα καὶ νὰ σηκώνει τὸ σταυρό του. Τὸ ἔχουν τὸ σῶμα οἱ ζῶντες κατὰ Θεό, ἀλλὰ δὲν εἶναι πολὺ προσδεδεμένοι σὲ αὐτό, τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργὸ στὰ ἀναγκαῖα, ἂν δὲ τὸ καλέσει ὁ καιρὸς εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ προδώσουν καὶ αὐτό, ὅπως καὶ κτήματα καὶ ὅτι ἄλλα μέσα χρειασθοῦν. Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στοὺς προφῆτες πρὶν συντελεσθεῖ, ἀλλὰ καὶ τώρα μετὰ τὴ τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καὶ πραγματικὰ θεῖο. Πῶς; Διότι φαινομενικὰ μὲν παρουσιάζεται νὰ προξενεῖ ἀτίμωση στὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ταπεινώνει σὲ ὅλα, καὶ πόνο καὶ ὀδύνη, αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει τὶς σωματικὲς ἡδονές, αὐτὸς ποὺ δίνει τὰ ὑπάρχοντα καθίσταται αἴτιος πτωχείας στὸν ἑαυτό του. Διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ὅμως αὐτὴ ἡ πτωχεία καὶ ἡ ὀδύνη καὶ ἀτιμία, γεννᾶ δόξα αἰώνια καὶ ἡδονὴ ἀνέκφραστη καὶ ἀνεξάντλητο πλοῦτο, τόσο στὸ παρόντα ὅσο καὶ στὸ μέλλοντα ἐκεῖνο κόσμο.
Τοῦτο λοιπὸν εἶναι ἡ σοφία καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ νικήσει δι᾿ ἀσθενείας, τὸ νὰ ὑψωθεῖ διὰ ταπεινώσεως, τὸ νὰ πλουτίσει διὰ πτωχείας. Ὄχι μόνο δὲ ὁ λόγος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος εἶναι θεῖος καὶ προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίδα ἱερά, σωστικὴ καὶ σεβαστή, ἁγιαστικὴ καὶ τελεστικὴ τῶν ὑπερφυῶν καὶ ἀπορρήτων ἀγαθῶν ποὺ ἐνεργήθηκαν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ Θεό, ἀναιρετικὴ κατάρας καὶ καταδίκης, καθαιρετικὴ φθορᾶς καὶ θανάτου, παρεκτικὴ ἀϊδίου ζωῆς καὶ εὐλογίας, σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικὸ σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατὰ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τὴν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καὶ περικλείει ὅλο τὸ κατ᾿ αὐτὴν μυστήριο, ἐκτείνεται πρὸς ὅλα τὰ πέρατα καὶ περιλαμβάνει ὅλα, τὰ ἄνω, τὰ κάτω, τὰ γύρω, τὰ ἐνδιάμεσα καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καὶ δόξα του, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβεῖ σὲ αὐτό, κατὰ τὴ μέλλουσα δὲ παρουσία καὶ ἐπιφάνειά του προαναγγέλλει ὅτι θὰ ἔλθει τὸ σημεῖο τούτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ πολλὴ δύναμη καὶ δόξα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολοσσαεῖς: «ἐνῷ εἴσαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματα καὶ τὴν ἀκροβυστία τῆς σάρκας, σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τὰ παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τὸ χειρόγραφο ποὺ περιεῖχε τὶς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπὸ τὴ μέση καὶ καρφώνοντάς το στὸ Σταυρό, ξεγυμνώνοντας δὲ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, τὶς διεπόμπευσε δημόσια θριαμβεύοντάς τες πάνω στὸ Σταυρό». (Κολ. 2,13).
Ἐμεῖς κλίνοντας τὰ γόνατα καὶ τὶς καρδιές, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδὸ καὶ προφήτη Δαβὶδ (Ψαλμ. 131,7) στὸ τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια του καὶ ὅπου ἐξαπλώθηκαν τὰ χέρια ποὺ συνέχουν τὸ σύμπαν καὶ ὅπου ἐτεντώθηκε γιὰ μᾶς τὸ ζωαρχικὸ σῶμα καὶ προσκυνώντας καὶ ἀσπαζόμενοι αὐτὸν μὲ πίστη, ἂς παίρνουμε πλούσιο τὸν ἀπὸ ἐκεῖ ἁγιασμὸ καὶ ἂς τὸν φυλάττουμε. Ἔτσι καὶ κατὰ τὴν ὑπερένδοξη μέλλουσα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντας τὸν νὰ προηγεῖται λαμπρῶς, θὰ ἀγαλλιάζωμε καὶ θὰ χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι πετύχαμε τὴν ἀπὸ τὰ δεξιὰ θέση, σὲ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιὰ μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὸν Τίμιον Σταυρόν.

Ο Σταυρός είναι το θέλημα του Πατρός, η δόξα του Μονογενούς, η αγαλλίαση του Πνεύματος, ο κόσμος των αγγέλων, η ασφάλεια της Εκκλησίας, το καύχημα του Παύλου(Op. Omn. 2, 472).

Σήμερα σταυρώνεται ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και εμείς εορτάζουμε για να μάθεις ότι ο Σταυρός είναι εορτή και πανήγυρη πνευματική. Πριν ο Σταυρός ήταν συνώνυμος της καταδίκης αλλά τώρα έγινε αντικείμενο πολύτιμο (Op. Omn. 2, 476).

Και τι δεν μας έδωσε ο Σταυρός! Τον λόγο για την αθανασία της ψυχής, για την ανάσταση των σωμάτων, για τον απεγκλωβισμό από το παρόν και την ελπίδα για το μέλλον…Αγγέλους έκανε τους ανθρώπους! (Op. Omn. 10, 32)

Ας αναζητήσουμε οι πιστοί καταφύγιο κάτω από τις πτέρυγες του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Γιατί ο σταυρός εκτείνεται και στα τέσσερα άκρα, που σημαίνει ότι ο σταυρωθείς Θεός υπάρχει για όλες τις χώρες και αγκαλιάζει τα πέρατα του κόσμου (Op. Omn. 2, 472).

Ο Αδάμ με την βρώση του ξύλου κατέπεσε, μα ο νέος Αδάμ με το ξύλο του σταυρού μας εξύψωσε (Op. Omn. 11, 904)

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου· λόγος εἰς τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστήν.

Συλλογίσου ἀγαπητέ, πὼς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἲς τὸ ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσὰν ἔνας σφοδρότατος ἄνεμος καὶ βροντὴ, ἐγέμισεν ὅλον τὸν οἶκον, εἰς τὸν οποίον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ επροσηύχοντο, «καὶ ἐπλήρωσε τὸν οἶκον, οὐ ἦσαν καθήμενοι»(Πραξ. 'β 2) καὶ τὸν ἔκαμεν ὡσὰν μιᾷ κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, δία νᾷ βαπτίσῃ τοὺς Ἀποστόλους με τὴν θείαν χάριν του, περί του ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτοὺς ὁ Κύριος «ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας (Πραξ.α' 5).Ἐπλήρωσε δὲ τὸν οἶκον, οὐ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτὸν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καὶ πληροῦσα τῇ του Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἢν καὶ αὐτὴν ἀναλαμβανόμενος πρὸς αὐτοὺς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτίσθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…. Ἀλλὰ καὶ τὴν κλῆσιν ἢν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε δία γὰρ του ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υιοὶ βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τὴν Πεντηκ.). Τότε δὴ τότε αὐτὸ τὸ πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τοὺς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολὰς (καὶ αὐταὶ αἱ μεταβολαὶ εἶναι κυρίως ὁ καρπὸς καὶ τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).
          Ἡ α' μεταβολὴ ήτο του νοὸς τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτοὺς ἐκείνας τὰς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περὶ τῶν πραγμάτων του κόσμου τούτου καί τοὺς ἔκαμε νᾷ γνωρίσουν καθαρὰ τὸ ταπεινὸν καὶ μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν καὶ ἐξεναντίας νᾷ γνωρίσουν τὸ μεγαλεῖον καὶ αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν αναμεταξύ τοὺς ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς νᾷ ήτο ὁ πρῶτος καὶ μεγαλύτερος «ἐγένετο δὲ καὶ φιλονικία ἐν αὐτοῖς τὸ τις αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. 'βκ 24). Ὕστερα ἀφ' οὐ έλαβαν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, εμετρούσαν δία μεγάλην εὐτυχίαν, τό νᾷ εἶναι μικρότεροι ἀπὸ ὅλους, τό νᾷ καταφρονοῦνται ἀπὸ ὅλους διὰ τὸν Χριστὸν καί τὸ νᾷ λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καὶ σκουπίδια του κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων «ἡμεῖς μωροὶ δία Χριστόν,ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα του κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α' Κόρι. Δ' 10).
            Τώρα ἀδελφὲ στοχάσου ἀνίσως έγινε καὶ εἲς εσὲ αὐτὴ ἡ μεταβολὴ του νοὸς διὰ μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ανάγνωσες καὶ ἕως εἲς ποῖον βαθμὸν έφθασες, διότι ἀνίσως καὶ ἕως τώρα ενόμισες ἔνα μεγάλο καλόν, τό νᾷ σε τιμοὺν καὶ νᾷ σε ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νᾷ ζεῖς εἲς τὴν καρδίαν πάντων, ἤγουν τὸ νᾷ σε αγαποὺν ὅλοι, τό νᾷ γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καὶ νᾷ εξοδεύης εἰς αὐταῖς τὸν καιρὸν ὅπου σου ἐδόθη δία νᾷ κερδίσης τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καί τὸ νᾷ ζῇς με τέλη καὶ ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερὸν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τὸ πνεῦμα του κόσμου καὶ όχι ἀπό τὸ Πνεῦμα του Θεοῦ καὶ πρέπει δία τοῦτο νᾷ λυπήσαι καὶ νᾷ μετανοῇς, διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστὸς καὶ ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη εἲς τοὺς οὐρανούς, όχι δία νᾷ σου δώσει τὸ πνεῦμα του κόσμου, ἀλλὰ δία νᾷ σου δώσει τὸ Πνεῦμα τὸ ἰδικόν του καὶ εσὺ με τὴν κακὴν ζωὴν ὅπου έζησες δεν έγινες δεκτικὸς του θείου του Πνεύματος: «ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ πνεῦμα του κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ του Θεοῦ» (Α' Κορ. 'β 12). Πρέπει ὅμως ἀπὸ τώρα καὶ ὕστερα νᾷ εἷσαι αποφασισμένος νᾷ κάμνεις ὅλα τὰ ἐναντία, ἤγουν νᾷ ὁδηγήσαι με τὰς διδασκαλίας του Εὐαγγελίου καί του Ἀγίου Πνεύματος καὶ νᾷ μὴ λογιάζεις ἄλλη τιμήν, παρὰ ἐκείνην ὅπου σε μεγαλύνει ἐμπρὸς εἲς τὸν Θεὸν καὶ νᾷ μὴ ψηφὰς ἄλλον καλόν, παρὰ ἐκεῖνο ὅπου σου προξενεῖ τὴν ἀπόλαυσιν του Παραδείσου. Εἶναι καλὸν σημάδι πὼς ἡ χάρις του ἀγίου Πνεύματος άρχισε νᾷ φωτίζει τὸ νοῦ σου καὶ θέλει νᾷ σε μεταβάλλει ἀπὸ ἐκεῖνον ὅπου ήσουν εἲς άνδραν ἄλλον, καθὼς εἶναι γεγραμμένον περί του Σαοὺλ «καὶ ἐφαλεῖται ἐπὶ σε Πνεῦμα Κυρίου, καὶ στραφήσῃ εἲς ἄνδρα ἄλλον» (Α΄Βασιλ. ι 6) καὶ πρέπει δία τοῦτο νᾷ χαίρεις καὶ νᾷ εὐχαριστεῖς τὸν Κύριον, ὅπου σε ἐφώτισε με τὸ Ἅγιον του Πνεῦμα, δία νᾷ μὴ περιπατῇς πλέον ὡσὰν νήπιος, ἀλλὰ ὡσὰν ἄνδρας τέλειος «ὅτε ήμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην, ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά του νηπίου» (‘Α Κορ. Ιγ' 11) καὶ δία να μὴ ἀκολουθεῖς πλέον τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τὸ φρόνημα του Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωὴ «τό γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τό δὲ φρόνημα του Πνεύματος, ζωὴ καὶ εἰρήνη» (Ρωμ. η' 6).
            Αἰσχύνθητι λοιπὸν δία τὴν περασμένην ζωὴν ὅπου έζησες όχι ὡσὰν οἰκεῖος του Χριστοῦ, ἀλλὰ ὡσὰν ξένος καὶ ἀλλότριος, με τὸ νᾷ μὴ εἶχες τὸ Πνεῦμα του Χριστοῦ, ἐπειδὴ κατὰ τὸν Απόστολο «εί τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὺκ ἔχει οὗτος, οὺκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η' 9). Καὶ παρακάλεσαι ταπεινῶς τὸ ἅγιον Πνεῦμα νᾷ μεταβάλλει τελείως τὸν νοῦ σου εἲς τὸ θεῖον του θέλημα, φωτίζωντας τὸν με τὴν χάρη του, όχι κατὰ τὴν ἐπιφάνεια ἀλλὰ κατὰ τὸ βάθος δία νᾷ μὴ ὑστερηθεὶς καὶ εσὺ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν χάρη του καὶ νᾷ λέγεις με τὸν Δαβὶδ «καί τὸ φῲς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ' ἐμοῦ» (Ψαλμ. 'ζλ 10) ἀλλὰ μᾶλλον νᾷ λαμβάνεις ἐπάνω εἲς τὸ ἀμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καὶ λαμπρότερον φωτισμὸν καὶ νᾷ λέγεις «ἐν τῳ φωτὶ σου ὀψόμεθα φῲς» (Ψαλμ. λε' 10). Πὼς δὲ νᾷ συγκρατεῖς τὸν φωτισμὸν τοῦτον του Ἀγίου Πνεύματος εἲς τὸν νοῦ σου καὶ πὼς νᾷ μὴ τὸν ἀφήσεις νᾷ σβύσει: « Ἄκουσον τι σου λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, καθὼς τὸ φῲς του λύχνου με τὸ λάδι ἀνάπτει καὶ συγκρατείται και όταν σωθεί τὸ λάδι τότε σβύνει καὶ αὐτὸ, έτσι καὶ ἡ χάρις του ἀγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μας φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλὰ ἔργα καὶ ἐλεημοσύνην εἲς τὴν ψυχὴ μας. Ὅταν δέ τὰ καλὰ ἔργα λείψουν καὶ ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπὸ ἡμᾶς καί τὸ φῲς του ἀγίου Πνεύματος «καθάπερ γὰρ τὸ λυχνιαῖον φῲς ἐλαίῳ κατέχεται καὶ ἀναλωθέντος τούτου, κακείνο σβέννυται, οὕτω δὴ καὶ ἡ του Πνεύματος χάρις, παρόντων μὲν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καὶ ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχὴ , μένει καθάπερ ελαίω κατεχομένη ἡ φλὸξ ταύτης δὲ οὺκ οὔσης, ἄπεισι καὶ ἀναχωρεῖ». (Τόμ. 'θ λόγος 55). Καθὼς καί τὸ Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἲς τὸν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπὸ λόγου του με τὸ νᾷ μὴ εἶχε γνώμην ὀρθὴν καὶ ἔργα θεάρεστα «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπὸ Σαοὺλ» (Ἅ Βασιλ. ἲς 14), δία τοῦτο καὶ ὁ Παύλος παραγγέλει γράφων, τό Πνεῦμα μὴ σβέννυτε» (Ἅ Θεσς. Ε' 19).
            Λέγει γὰρ ὁ μέγας Βασίλειος καὶ καθὼς ἄλλη μὲν θερμότης εὑρίσκεται εἲς τὰ σώματα καθ' ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δὲ κατὰ διάθεσιν ολιγοχρόνιος, έτσι καί τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, εἲς ἄλλους μὲν παραμένει καθ' ἕξιν δία τὴν στερεότητα τῆς καλῆς τῶν γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἲς τὸν Ελδὰδ καὶ Μωδάδ, περὶ τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοὶ, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε εἲς ἄλλους δὲ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καὶ γρήγορα ἀναχωρεῖ δία τὸ ἀστερέωτον τῆς γνώμης τῶν, ὡς ἠκολούθησεν εἲς τὸν Σαοὺλ καὶ εἲς τοὺς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φορὰ μόνον ἐπροφήτευσαν καὶ ὕστερον έχασαν τῆς προφητείας τὸ χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγεία, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καὶ ἐν ψυχὴ πολλάκις ὑπάρχει τὸ Πνεῦμα, τοῖς δία τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἢν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἶος ὁ Σαοὺλ καὶ οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλὴν του Ελδὰδ καὶ Μωδὰδ «τούτοις γὰρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τὸ Πνεῦμα καὶ ὅλως είτις τούτοις τὴν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. 'ςκ περί του ἀγίου Πνεύματος).


ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Πνευματικὰ Γυμνάσματα»