Κυριακή 11 Μαΐου 2014

π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου· περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ενα πρωινό συζητά ο γέροντας με δυο-τρεις επισκέπτες στο σπίτι του.Ο ένας ειναι ιδεολογος κομμουνιστής.

Όλο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στο γεγονός της Αναστάσεως. Αυτό δεν το λέω εγώ. Το λέει ό Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ έγήγερται, ματαία ή πίστις ημών» (Α' Κορ. ιε' 17). "Αν ό Χριστός δεν ανέστη, τότε όλα καταρρέουν. Ό Χριστός όμως ανέστη, πράγμα το όποιο σημαίνει ότι είναι Κύριος της ζωής καί του θανάτου, άρα Θεός.
—Εσείς τα είδατε όλα αυτά; Πώς τα πιστεύετε;
-Όχι, εγώ δεν τα είδα. Τα είδαν όμως άλλοι, οι Απόστολοι. Αυτοί στη συνέχεια τα γνωστοποίησαν καί μάλιστα προσυπέγραψαν τη μαρτυρία τους με το αίμα τους. Κι όπως όλοι δέχονται, ή μαρτυρία της ζωής είναι ή υψίστη μαρτυρία.
Με βάση έναν πολύ ωραίο συλλογισμό του Πασκάλ λέμε ότι με τους Αποστόλους συνέβη ένα από τα τρία: Ή απατήθηκαν ή μας εξαπάτησαν ή μας είπαν την αλήθεια.
"Ας πάρουμε την πρώτη εκδοχή. Δεν είναι δυνατόν να απατήθηκαν οί Απόστολοι, διότι όσα αναφέρουν δεν τα έμαθαν από άλλους. Αυτοί οί ϊδιοι ήσαν αυτόπτες και αύτήκοοι μάρτυρες όλων αυτών. Εξ άλλου δεν ήσαν καθόλου φαντασιόπληκτοι οϋτε είχαν καμμιά ψυχολογική προδιάθεση για την αποδοχή του γεγονότος της Αναστάσεως. Αντιθέτως ήσαν τρομερά δύσπιστοι. Τα Ευαγγέλια είναι πλήρως αποκαλυπτικά αυτών των ψυχικών τους διαθέσεων: δυσπιστούσαν στις διαβεβαιώσεις ότι κάποιοι Τον εΐχαν δει ανάσταντα.
Καί κάτι άλλο. Τι ήσαν οί Απόστολοι πριν τους καλέσει ό Χριστός; Μήπως ήσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ή οραματιστές φιλοσοφικών και κοινωνικών συστημάτων, πού περίμεναν να κατακτήσουν την ανθρωπότητα καί να ικανοποιήσουν έτσι τίς φαντασιώσεις τους; Κάθε άλλο. Αγράμματοι ψαράδες ήσαν. Καί το μόνο πού τους ενδιέφερε ήταν να πιάσουν κανένα ψάρι να θρέψουν τίς οικογένειες τους
Φέρε μου και συ κάποιον να μου πή πώς ό Μαρξ απέθανε και ανέστη καί να θυσιάση τη ζωή του για τη μαρτυρία αυτή κι εγώ θα τον πιστεύσω ως τίμιος άνθρωπος.
—Να σας πω. Χιλιάδες κομμουνιστές βασανίσθηκαν καί πέθαναν για την ιδεολογία τους. Γιατί δεν άσπάζεσθε καί τον κομμουνισμό;
—Το είπες καί μόνος σου. Οι κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Δεν πέθαναν για γεγονότα. Σέ μια ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο να ύπεισέλθη πλάνη. Επειδή δε είναι ϊδιον της ανθρωπινής ψυχής να θυσιάζεται για κάτι στο όποιο πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί κομμουνιστές πέθαναν για την ιδεολογία τους. Αυτό όμως δεν μας υποχρεώνει να την δεχθούμε καί ως σωστή.
Είναι άλλο πράγμα να πεθαίνης για ιδέες κι άλλο για γεγονότα. Οι Απόστολοι όμως δεν πέθαναν για ιδέες. Ούτε για το «Αγαπάτε αλλήλους» οϋτε για τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οί Απόστολοι πέθαναν μαρτυροϋντες υπερφυσικά γεγονότα. Κι όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ό,τι υποπίπτει στίς αισθήσεις μας καί γίνεται αντιληπτό από αυτές. Οί Απόστολοι έμαρτύρησαν δι' «ό άκηκόασι, ό έωράκασι τοις όφθαλμοϊς αυτών, ό έθεάσαντο καί αί χείρες αυτών έψηλάφησαν»(Α' Ίωάν. α' 1)4.τους. Γι' αυτό και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, παρά τα όσα είχαν ακούσει και δει, επέστρεψαν ατά πλοιάρια και στα δίχτυα τους. Δεν υπήρχε δηλ. σ αυτούς, όπως αναφέραμε, οΰτε ϊχνος προδιαθέσεως για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Και μόνο μετά την Πεντηκοστή, «ότε έλαβον δύναμιν εξ ύψους», έγιναν οι διδάσκαλοι της οικουμένης.
Ή δεύτερη εκδοχή: Μήπως μας εξαπάτησαν; Μήπως μας είπαν ψέματα; Άλλα γιατί να μας εξαπατήσουν; Τι θα κέρδιζαν με τα ψέματα; Μήπως χρήματα, μήπως αξιώματα, μήπως δόξα; Για να πή κάποιος ένα ψέμα, περιμένει κάποιο όφελος. Οι Απόστολοι όμως, κηρύσσοντες Χριστόν καί Τοϋτον έσταυρωμένον καί Άναοτάντα εκ νεκρών, τα μόνα τα όποια εξασφάλισαν ήσαν: ταλαιπωρίες, κόποι, μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κίνδυνοι από ληστές, ραβδισμοί, φυλακίσεις καί τέλος ό θάνατος. Καί όλα αυτά για ένα ψέμα; Είναι εντελώς ανόητο καί να το σκεφθή κάποιος.
Συνεπώς οϋτε εξαπατήθηκαν οϋτε μας εξαπάτησαν οι Απόστολοι. Μένει επομένως ή τρίτη εκδοχή ότι μας είπαν την αλήθεια.
Θα πρέπει μάλιστα να σου τονίσω καί το έξης: ΟΙ Ευαγγελιστές είναι οι μόνοι οι οποίοι έγραψαν πραγματική ιστορία. Διηγούνται τα γεγονότα καί μόνον αυτά. Δεν προβαίνουν σε καμμία προσωπική κρίσι. Κανένα δεν επαινούν, κανένα δεν κατακρίνουν. Δεν κάνουν καμμία προσπάθεια να διογκώσουν κάποιο γεγονός ή να εξαφανίσουν ή να υποτιμήσουν κάποιο άλλο. Αφήνουν τα γεγονότα να μιλοϋν μόνα τους.

—Αποκλείεται να έγινε στην περίπτωσι του Χρίστου νεκροφάνεια; Τις προάλλες έγραψαν οι εφημερίδες για κάποιον Ινδό, τον όποιο έθαψαν καί μετά από τρεις μέρες τον ξέθαψαν καί ήταν ζωντανός.
—"Αχ, παιδάκι μου. Θα θυμηθώ καί πάλι το λόγο του ίεροϋ Αυγουστίνου: «Άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εϋπιστοι. Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα , τα πιο αντιφατικά, για να άρνηθήτε το θαύμα!».
Όχι, παιδί μου. Δεν έχουμε νεκροφάνεια στον Χριστό. Πρώτα-πρώτα έχουμε τη μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ό όποιος βεβαίωσε τον Πιλάτο ότι ό θάνατος είχε επέλθει.
"Επειτα το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ό Κύριος κατά την ϊδια την ήμερα της Αναστάσεως Του συμπορεύθηκε συζητώντας με δύο μαθητές Του προς Εμμαούς, πού απείχε πάνω από δέκα χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα.
Φαντάζεσαι κάποιον να έχη ύποστή όσα υπέστη ό Χριστός καί τρεις μέρες μετά το «θάνατο» του να του συνέβαινε νεκροφάνεια; "Αν μη τι άλλο θα 'πρεπε για σαράντα μέρες να τον ποτίζουν κοτόζουμο για να μπορή να άνοίγη τα μάτια του, κι όχι να περπατά καί να συζητά σαν να μη συνέβη τίποτα.
Όσο για τον Ινδό, φέρε τον εδώ να τον μαστιγώσουμε με φραγγέλιο — καί ξέρεις τί εστί φραγγέλιο; Μαστίγιο στα άκρα του οποίου πρόσθεταν σφαιρίδια μολύβδου ή σπασμένα κόκκαλα ή μυτερά καρφιά—, φέρε τον, λοιπόν, να τον φραγγελώσουμε, να του φορέσουμε άκάνθινο στεφάνι, να τον σταυρώσουμε, να του δώσουμε χολή καί ξύδι, να τον λογχίσουμε, να τον βάλουμε στον τάφο, κι αν άναστηθή, τότε τα λέμε.
—Παρά ταϋτα όλες οί μαρτυρίες, τις όποιες επικαλεσθήκατε, προέρχονται από Μαθητές του Χρίστου. Ύπάρχει κάποια μαρτυρία περί αύτοΰ, πού να μην προέρχεται από τον κύκλο των Μαθητών του; Υπάρχουν δηλ. ιστορικοί, πού να πιστοποιούν την Ανάστασι του Χριστού; "Αν ναι, τότε θα πιστέψω κι εγώ.
—Ταλαίπωρο παιδί! Δεν ξέρεις τι ζητάς! "Αν υπήρχαν τέτοιοι ιστορίκοίπού να είχαν δει τον Χριστό αναστημένο, τότε αναγκαστικά θα πίστευαν στην Άνάσταση Του και θα την ανέφεραν πλέον ως πιστοί, οπότε και πάλι θα αρνιόσουν τη μαρτυρία τους, όπως ακριβώς απορρίπτεις τη μαρτυρία του Πέτρου, του Ιωάννου κ.λπ. Πώς είναι δυνατόν να βεβαιώνη κάποιος την Ανάστασι καί ταυτόχρονα να μη γίνεται Χριστιανός; Μας ζητάς «πέρδικα ψητή σε κέρινο σουβλί καί να λαλή»! Αϊ, δεν γίνεται!
Σού θυμίζω πάντως, έφ' όσον ζητάς ιστορικούς, αυτό το όποιο σου ανέφερα καί προηγουμένως: ότι δηλ. οι μόνοι πραγματικοί ιστορικοί είναι οι Απόστολοι.
Παρ' όλα αυτά όμως έχουμε καί μαρτυρία τέτοια όπως την θέλεις: από κάποιον δηλ. πού δεν άνηκε στον κύκλο των Μαθητών Του. Του Παύλου. Ό Παΰλος όχι μόνο δεν ήταν Μαθητής του Χριστού, αλλά καί έδίωκε μετά μανίας την Εκκλησία Του.

—Γι' αυτόν όμως λένε ότι έπαθε ήλίαση καί εξ αιτίας της είχε παραίσθηση.
—Βρε παιδάκι μου, αν εΐχε παραίσθηση ό Παύλος, αυτό πού θα άνεδύετο θα ήταν το υποσυνείδητο του. Καί στο υποσυνείδητο του Παύλου θέσι υψηλή κατείχαν οι Πατριάρχες καί οί Προφήτες. Τον Αβραάμ καί τον Ιακώβ καί τον Μωυσή έπρεπε να δη κι όχι τον Ιησού, τον όποιο θεωρούσε λαοπλάνο καί απατεώνα!
Φαντάζεσαι καμμιά πιστή γριούλα στο όνειρο της η στο παραλήρημα της να βλέπη τον Βούδδα ή τον Δία;
Τον "Αι Νικόλα θα δη καί την Αγία Βαρβάρα. Διότι αυτούς πιστεύει.
Καί κάτι ακόμη. Στόν Παϋλο, όπως σημειώνει ό Παπίνι, υπάρχουν καί τα έξης θαυμαστά: Πρώτον, το αιφνίδιο της μεταστροφής. Κατ' ευθείαν από την απιστία στην πίστη. Δεν μεσολάβησε προπαρασκευαστικό στάδιο. Δεύτερον, το ίσχυρόν της πίστεως. Χωρίς ταλαντεύσεις καί αμφιβολίες. Καί τρίτον, πίστη δια βίου. Πιστεύεις ότι αυτά μπορεί να λάβουν χώρα μετά από μια ήλίαση; Δεν εξηγούνται αυτά με τέτοιους τρόπους. "Αν μπορής, εξήγησε τα. "Αν δεν μπορής, παραδέξου το θαύμα. Καί πρέπει να ξέρης ότι ό Παύλος με τα δεδομένα της εποχής του ήταν άνδρας εξόχως πεπαιδευμένος. Δεν ήταν κανένα ανθρωπάκι να μην ξέρη τί του γίνεται.
Θα προσθέσω όμως καί κάτι επί πλέον. Εμείς, παιδί μου, ζούμε σήμερα σε εξαιρετική εποχή. Ζούμε το θαύμα της Εκκλησίας του Χριστού.
Όταν ό Χριστός είπε για την Εκκλησία Του ότι «καί πϋλαι αδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ις' 18), οι οπαδοί Του αριθμούσαν μόνο μερικές δεκάδες πρόσωπα Έκτοτε πέρασαν δυο χιλιάδες περίπου χρόνια. Διαλύθηκαν αυτοκρατορίες, ξεχάσθηκαν φιλοσοφικά συστήματα, κατέρρευσαν κοσμοθεωρίες, ή Εκκλησία όμως του Χριστού παραμένει ακλόνητη παρά τους συνεχείς καί φοβερούς διωγμούς εναντίον της. Αυτό δεν είναι ένα θαύμα;
 
*Αρχ.Επιφ.Θεοδωροπουλου-''Υποθήκες ζωής''

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ· ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν Μυροφόρων.

(Όπου και αναφέρεται ότι πρώτη ή Θεοτόκος είδε τον Κύριο μετά την εκ νεκρών ανάστασί του)
Η ανάστασις του Κυρίου είναι ανανέωσις της ανθρωπίνης φύσεως. Και για τον πρώτο Αδάμ, πού λόγω της αμαρτίας καταπόθηκε από τον θάνατο και δια του θανάτου επέστρεψε στην γη, από οπού πλάσθηκε, είναι αναζώωσις και ανάπλασις και επάνοδος προς την αθάνατη ζωή. 
Εκείνον λοιπόν στην αρχή κανένας άνθρωπος δεν τον είδε να πλάθεται και να παίρνει ζωή (αφού κανένας άνθρωπος δεν υπήρχε ακόμη εκείνη την ώρα). Όταν όμως έλαβε την πνοή της ζωής με το θείο εμφύσημα, πρώτη από όλους τους άλλους τον είδε μια γυναίκα (διότι ή Εύα στάθηκε ό πρώτος άνθρωπος μετά από εκείνον).

Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν και τον δεύτερο Αδάμ, δηλαδή τον Κύριο, όταν ανίστατο από τους νεκρούς, κανένας άνθρωπος δεν τον είδε (αφού κανείς δικός του δεν παρευρισκόταν εκεί και οι στρατιώτες πού φύλαγαν το μνήμα, ταραγμένοι από τον φόβο, είχαν γίνει ωσεί νεκροί). Μετά την ανάσταση όμως, πρώτη από όλους τους άλλους τον είδε μία γυναίκα, όπως ακούσαμε να μας ευαγγελίζεται σήμερα ό Μάρκος. Διότι λέγει: αναστάς ο Ιησούς πρωί πρώτη Σαββάτου εφάνη πρώτον Μαρία τη Μαγδαληνή.

Βέβαια ό Ευαγγελιστής φαίνεται σαν να δήλωσε σαφώς και την ώρα πού αναστήθηκε ό Κύριος, δηλαδή το πρωί, και ότι πρώτα εμφανίσθηκε στην Μαρία την Μαγδαληνή και ότι
εμφανίσθηκε την ίδια την ώρα της αναστάσεως. Όμως δεν λέει έτσι, όπως θα γίνει φανερό αν προσέξουμε λίγο. Διότι λίγο πιο πάνω και σε συμφωνία με τους άλλους Ευαγγελιστές λέγει κι αυτός ότι αυτή ή ίδια Μαρία έχοντας μαζί της και τις άλλες Μυροφόρες ήλθε και νωρίτερα στον τάφο και τον είδε αδειανό και έφυγε. 
Αρα ό Κύριος αναστήθηκε πολύ νωρίτερα από το πρωί πού τον είδε αύτη. Επισημαίνοντας μάλιστα και την ώρα εκείνη ό Ευαγγελιστής, δεν είπε απλώς πρωί, όπως εδώ, αλλά λίαν πρωί. Επομένως ανατολή ηλίου ονομάζει εκεί το αμυδρό φως πού πρωτοεμφανίζεται στον ορίζοντα, το οποίο υπονοώντας και ό Ιωάννης λέγει ότι ή Μαρία ή Μαγδαληνή ήλθε πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον και είδε τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου.

Και κατά τον Ιωάννη, αυτή τότε δεν ήλθε μόνο προς το μνήμα, άλλα και έφυγε από το μνήμα, χωρίς να εχη δει ακόμη τον Κύριο. Διότι τρέχει και έρχεται προς τον Πέτρο και τον Ιωάννη και αναγγέλλει όχι ότι αναστήθηκε ό Κύριος, αλλά ότι τον πήραν από τον τάφο. Αρα δεν γνώριζε ακόμη την ανάστασι. Συνεπώς ή Μαρία δεν ήταν άπλα ή πρώτη στην οποία εμφανίσθηκε ό Κύριος, αλλά ή πρώτη μετά την πλήρη έλευση της ημέρας.

Υπάρχει λοιπόν κάτι πού αναφέρεται συγκεκαλυμμένα από τους Ευαγγελιστές, το όποιο και θα αποκαλύψω στην αγάπη σας. Διότι το ευαγγέλιο της αναστάσεως του Κυρίου, πρώτη από όλους τους άλλους ανθρώπους, όπως ήταν και πρέπον και δίκαιο, ή Θεοτόκος το δέχθηκε από τον Κύριο και αυτή πριν από όλους Τον είδε αναστημένο και απόλαυσε τη θεία Του ομιλία. Και όχι μόνο τον είδε με τα μάτια της και τον άκουσε με τα αυτιά της, αλλά και άγγισε, πρώτη αυτή και μόνη, τα άχραντα πόδια Του, έστω κι αν δεν τα λένε φανερά όλα αυτά οί Ευαγγελιστές, μη θέλοντας να παρουσιάσουν την μητέρα σαν μάρτυρα της αναστάσεως και δώσουν έτσι αφορμή υποψίας στους απίστους. 
Εμείς όμως τώρα με την χάρι του Άναστάντος ομιλούμε σε πιστούς και ή υπόθεσης της εορτής μας αναγκάζει να διευκρινίσουμε τα σχετικά με τις Μυροφόρες. Για αυτό, αφού μας παρέχει την άδεια του λόγου εκείνος πού είπε ουδέν κρυπτόν ό ου φανερόν γεννήσεται, θα κάνουμε ώστε και αυτό το κρυπτόν νά φανερωθή.

Μυροφόρες είναι λοιπόν οί γυναίκες πού ακολουθούσαν μαζί με την Μητέρα του Κυρίου και παρέμειναν μαζί της κατά τον καιρό του σωτηρίου πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου. 
Τον καιρό δηλαδή πού ό Ιωσήφ και ό Νικόδημος ζήτησαν και έλαβαν από τον Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το ξεκρέμασαν από τον σταυρό, το περιέκλεισαν σε σάβανα μαζί με πολύ παχύρρευστα αρώματα, το τοποθέτησαν μέσα σε λαξευτό μνημείο κι έβαλαν μία μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν εκεί κατά τον Ευαγγελιστή Μάρκο και παρακολουθούσαν ή Μαρία ή Μαγδαληνή και ή άλλη Μαρία καθήμεναι απέναντι του τάφου. Με την φράση και ή άλλη Μαρία υποδηλώνεται αναμφίβολα ή Θεομήτωρ.
Διότι αυτή εκαλείτο και Ιακώβου και Ίωση μήτηρ, επειδή εκείνοι ήταν γιοι του Ιωσήφ του Μνήστορος. 
Δεν παρευρίσκονταν δε μόνο αυτές εκεί παρατηρώντας, όταν ενταφιάζονταν ό Κύριος, άλλα και άλλες γυναίκες, όπως εξιστόρησε ό Λουκάς γράφοντας: κατακολουθήσασαι δε γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι ούτω εκ της Γαλιλαίος, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού· ήσαν δε ή Μαγδαληνή Μαρία και Ιωάννα και Μαρία Ίακώβον και αι λοιποί συν αυταίς.
Αφού δε επέστρεψαν, λέει, αγόρασαν αρώματα και μύρα. Διότι ακόμη δεν είχαν καταλάβει ακριβώς ότι Αυτός είναι στ' αλήθεια ή οσμή της ζωής για όσους τον πλησιάζουν με πίστη (όπως ακριβώς είναι και οσμή θανάτου για όσους μένουν έως τέλους απειθείς), και οσμή ιματίων αυτού, δηλαδή του ιδίου του σώματος Του, είναι όπερ πάντα τα αρώματα και μύρον εκκενωθέν όνομα αυτώ, με το οποίο και γέμισε από θεία εύωδία την οικουμένη. 
Αλλά ετοιμάζουν μύρα και αρώματα, άφ' ενός μεν για να τιμήσουν τον κείμενο νεκρό, άφ' ετέρου δε επινοώντας με το άλειμμα αυτό και κάποια παρηγοριά γι' αυτούς πού θα ήθελαν να παραμείνουν κοντά στο σώμα, καθώς αυτό θα ανέδιδε την δυσωδία της σήψεως.

Αφού λοιπόν ετοίμασαν τα μύρα και τα αρώματα, το μεν Σάββατο ησύχασαν κατά την εντολή . Διότι ακόμη δεν είχαν καταλάβει τα αληθινά Σάββατα ούτε είχαν γνωρίσει εκείνο το υπερευλογημένο Σάββατο πού μεταβιβάζει την ανθρώπινη φύση μας από τα σπήλαια του Αδη στο ολόφωτο και θειο και ουράνιο ύψος. 
Τη δε μια των Σαββάτων, όρθρου βαθέως, όπως λέγει ό Λουκάς, ήλθον επί το μνήμα, φέρουσαι α ετοίμασαν αρώματα. Ό δε Ματθαίος λέγει: όψε Σαββάτων, τη επιφωσκούση εις μίαν Σαββάτων και ότι δύο ήταν αυτές πού προσήλθαν ενώ ό Ιωάννης: πρωί σκοτίας έτι ούσης και ότι μία, ή Μαγδαληνή Μαρία, ήταν αυτή πού προσήλθε ό δε Μάρκος: λίαν πρωί της μιας Σαββάτων και ότι τρεις ήταν αυτές που προσήλθαν.

«Μίαν Σαββάτων» λοιπόν ονομάζουν όλοι οι ευαγγελιστές την Κυριακή. «Οψέ Σαββάτων» δε και «όρθρον βαθύν» και «λίαν πρωί» και «πρωί σκοτίας έτι ούσης» ονομάζουν περίπου τον χρόνο του όρθρου, όταν το φως είναι ανάμικτο με το σκοτάδι. 
Είναι δε όρθρος από την στιγμή που θα αρχίσει να φωτίζει το ανατολικό μέρος του ορίζοντος προαναγγέλλοντας έτσι τον ερχομό της ημέρας. Αυτό το σημείο παρατηρώντας κανείς από μακριά, μπορεί να το δη να αρχίζει να ροδίζει με φως γύρω στην ενάτη ώρα της νυκτός, έτσι ώστε μέχρι την πλήρη ήμερα να υπολείπονται άλλες τρεις ώρες.

Βέβαια κατά κάποιο τρόπο, οι ευαγγελιστές φαίνονται να διαφωνούν μεταξύ τους, τόσο για την ώρα, όσο και για τον αριθμό των γυναικών. Κι αυτό, γιατί όπως είπα, και πολλές ήταν οι Μυροφόρες, και ήλθαν στον τάφο όχι μια φορά, άλλα και δεύτερη και τρίτη, και καθ' ομάδας μεν, άλλ' όχι πάντοτε οί ίδιες, και όλες μεν κατά τον όρθρο, όχι όμως την ίδια ακριβώς στιγμή ή Μαγδαληνή δε ξεχώρισε και ήλθε και πάλι μόνη της και έμεινε περισσότερο. 
Λοιπόν κάθε ευαγγελιστής αναφέρει μία προσέλευση κάποιας ομάδος και παραλείπει τις άλλες. Όπως δε εγώ αναμετρώ και συμπεραίνω από όλους τους ευαγγελιστές και όπως το είπα και προηγουμένως, πρώτη από όλες τις άλλες ήλθε στον τάφο του Υιού και Θεού της ή Θεοτόκος, έχοντας μαζί της και την Μαγδαληνή Μαρία. Και αυτό κυρίως το συμπεραίνω από τον ευαγγελιστή Ματθαίο. 
Διότι αυτός λέγει: ήλθε ή Μαγδαληνή Μαρία και ή άλλη Μαρία (ή οποία ασφαλώς ήταν ή Θεομήτωρ) θεωρείσαι τον τάφον. Και ιδού σεισμός εγένετο μέγας· άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού προσελθών απεκύλισε τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου και εκάθητο επάνω αυτού· ην δε ή ιδέα αυτόν ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ώσει χιών· από δε του φόβου αυτού εσείσθησαν οί τηρούντες και εγένοντο ώσει νεκροί .

Όλες λοιπόν οί άλλες γυναίκες ήλθαν μετά τον σεισμό και την φυγή των φυλάκων και βρήκαν τον τάφο ανοιγμένο και τον λίθο παραμερισμένο. 
Ενώ ή Παρθενομήτωρ ήταν εκεί την στιγμή πού γινόταν ό σεισμός και παραμεριζόταν ό λίθος και ανοιγόταν ό τάφος και παρευρίσκονταν οί φύλακες (αν και συγκλονισμένοι βέβαια από τον φόβο γι' αυτό και μετά τον σεισμό, μόλις συνήλθαν, κοίταξαν αμέσως πώς να φύγουν και έτσι ή Θεομήτωρ απολάμβανε πιο άφοβα τη θέα). 
Έμενα δε μου φαίνεται ακόμη ότι γι' αυτήν πρώτη ανοίχθηκε εκείνος ό ζωηφόρος τάφος (διότι γι' αυτήν πρώτη και δι' αυτής όλα μας ανοίχθηκαν, όσα είναι επάνω στον ουρανό και όσα είναι εδώ κάτω στη γη) και ότι γι' αυτήν έλαμψε έτσι ό άγγελος ώστε αυτή δηλαδή, αν και ήταν ακόμη σκοτεινά, με πλούσιο το φως του αγγέλου, όχι μόνο τον τάφο να δη κενό, άλλα και τα εντάφια τακτοποιημένα, έτσι πού να μαρτυρούν με κάθε τρόπο την έγερση του ενταφιασθέντος.

Προφανώς δε ό ευαγγελιστής άγγελος ήταν αυτός ό ίδιος ό Γαβριήλ. Διότι μόλις την είδε να σπεύδει έτσι προς τον τάφο, αυτός πού παλιότερα της είχε πει, μη φόβου, Μαριάμ ευρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ, σπεύδει και τώρα και κατεβαίνει να πει και πάλι το ίδιο στην Αειπάρθενο και να της ευαγγελιστεί την εκ νεκρών άνάστασι εκείνου πού γεννήθηκε άσπορος από αυτήν να σήκωση τον λίθο, να επίδειξη κενό τον τάφο και τα εντάφια και έτσι να την διαβεβαίωση για την χαρμόσυνη είδηση. 
Διότι λέγει: αποκριθείς ό άγγελος είπε ταίς γυναιξί: μη φοβήσθε υμείς· Ιησούν ζητείτε τον εσταυρωμένον; ήγέρθη, ίδε ό τόπος όπου εκείτο ό Κύριος. Δηλαδή με αλλά λόγια: Αν και βλέπετε τους φύλακες συγκλονισμένους από τον φόβο, εσείς όμως μη φοβήσθε. Διότι γνωρίζω ότι ζητείτε τον Ιησούν, πού σταυρώθηκε. 
Σηκώθηκε, δεν βρίσκεται εδώ. Διότι αυτός, όχι μόνο δεν κρατιέται από του αδη και του θανάτου και του τάφου τις κλειδαριές και τους μοχλούς και τις σφραγίδες, αλλά είναι και Κύριος ημών των αθανάτων και ουρανίων αγγέλων και μόνος αυτός είναι Κύριος του σύμπαντος. Διότι, λέγει, ίδετε τον τόπον όπου εκείτο ό Κύριος και ταχύ πορευθείσαι είπατε τοις μαθηταίς αυτού ότι ηγέρθη από των νεκρών.

Εξελθούσαι δε, λέγει, μετά φόβου και χαράς μεγάλης. Έμενα μου φαίνεται και πάλι ότι τον μεν φόβο τον είχαν ακόμη ή Μαγδαληνή Μαρία και οί άλλες γυναίκες πού είχαν έως τότε συγκεντρωθεί. Διότι αυτές δεν κατάλαβαν την σημασία των λόγων του αγγέλου ούτε μπόρεσαν να προλάβουν καλά-καλά το φως, ώστε να δουν και να αντιληφθούν με ακρίβεια το γεγονός.
Ενώ την μεγάλη χαρά την δέχθηκε ή Θεομήτωρ, διότι κατενόησε τα λόγια του αγγέλου και δόθηκε ολόκληρη σ' εκείνο το φως (ως άκρως κεκαθαρμένη πού ήταν και θεϊκώς κεχαριτωμένη) και από όλα αυτά γνώρισε με βεβαιότητα την αλήθεια και πίστεψε στον αρχάγγελο, αφού αυτός και από πολύ παλιότερα της είχε φανεί αξιόπιστος με τα έργα. Πώς άλλωστε από τέτοια γεγονότα στα όποια παρευρέθηκε, να μη καταλάβει ή θεόσοφος Παρθένος το τι είχε συντελεστεί; 
Όταν είδε σεισμό, και μάλιστα μεγάλο; Όταν είδε άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό, και μάλιστα αστραποβόλο; Όταν είδε τη νέκρωση των φυλάκων και του λίθου την μετακινήση και την κένωση του τάφου και το μεγάλο θαύμα των ενταφίων, που παρέμεναν αξετύλιχτα και συγκρατημένα από την σμύρνα και την αλόη και φαίνονταν σαν αδειανά από το σώμα; κι όταν ακόμη είδε την χαρμόσυνη εμφάνιση και αγγελία του αγγέλου προς αυτήν;
Αλλά αφού βγήκαν έξω μετά από αυτήν την χαρμόσυνη είδηση, ή μεν Μαγδαληνή Μαρία, σαν να μην είχε καν ακούσει τον άγγελο (αφού άλλωστε κι εκείνος δεν μίλησε γι' αυτήν), διαπιστώνει μόνο την κένωση του τάφου, χωρίς καθόλου να ενδιαφερθεί για τα εντάφια, και τρέχει προς τον Σίμωνα Πέτρο και τον άλλο μαθητή, όπως λέγει ό Ιωάννης.

Ή δε Θεομήτωρ Παρθένος, αφού ενώθηκε με άλλο όμιλο γυναικών, επέστρεφε πάλι εκεί από όπου είχε έλθει. Και ιδού, όπως λέγει ό Ματθαίος, ό Ιησούς υπήντησεν αυταίς λέγων, χαίρετε. Βλέπετε λοιπόν ότι πριν κι από την Μαγδαληνή Μαρία ή Θεομήτωρ είδε αυτόν που για την σωτηρία μας έπαθε σωματικά και ενταφιάστηκε και αναστήθηκε; 
Αί δε προσελθούσαι, λέγει, εκράτησαν αυτού τους πόδας και προσεκύνησαν αύτω. Όπως δε, όταν ή Θεοτόκος άκουσε μαζί με την Μαγδαληνή Μαρία την χαρμόσυνη είδηση της αναστάσεως από τον άγγελο, μόνη αυτή κατάλαβε την σημασία εκείνων των λόγων, Έτσι και τώρα, που ήταν μαζί με τις άλλες γυναίκες, όταν συνάντησε τον Υιό και Θεό της, πρώτη από όλες τις άλλες είδε και αναγνώρισε τον άναστάντα και προσπίπτοντας άγγισε τα πόδια του και έγινε απόστολος του προς τους Αποστόλους.

Ότι δε ή Μαγδαληνή Μαρία δεν ήταν μαζί με τη Μητέρα του Θεού, όταν την συνάντησε και της εμφανίσθηκε και της μίλησε ό Κύριος, καθώς επέστρεφε από τον τάφο, το διδασκόμαστε από τον Ιωάννη. 
Διότι λέει: τρέχει αυτή προς Σίμωνα Πέτρο και προς τον άλλον μαθητή όν εφίλη ό Ιησούς και λέγει αυτοίς: ήραν τον Κύριον εκ του μνημείου και ουκ οίδαμεν πού έθηκαν αυτόν. Αν πράγματι τον είχε δει και τον είχε αγγίσει με τα χέρια της και τον είχε ακούσει να μιλά, πώς θα έλεγε τέτοια πράγματα; ότι δηλαδή τον σήκωσαν και τον μετέθεσαν, το που όμως δεν το γνωρίζουμε; Άλλα και μετά το τρέξιμο του Πέτρου και του Ιωάννη προς τον τάφο και την εκεί θέα των οθονίων και την επιστροφή τους λέγει: Μαρία δε ειστήκει προς τω μνημείω κλαίουσα έξω. 

Βλέπετε ότι όχι μόνο δεν τον είχε δει ακόμη, αλλά ούτε και εξ ακοής δεν είχε πληροφορηθεί τίποτε; Και όταν την ρώτησαν οι εμφανισθέντες άγγελοι: γύναι, τι κλαίεις, εκείνη αποκρίνεται και πάλι σαν να επρόκειτο για νεκρό. Και όταν πάλι στράφηκε και είδε τον Ιησού, ούτε και τότε δεν κατάλαβε, άλλα ερωτώμενη από αυτόν γιατί κλαίει απαντά παρομοίως. 
Εως ότου εκείνος καλώντας την με το όνομα της , της έδειξε ότι είναι αυτός ό ίδιος. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας και αυτή και ζητώντας να προσφέρει τον ασπασμό στα πόδια του, άκουσε από αυτόν τις λέξεις: μη μου άπτου.
Από το όποιο μαθαίνουμε ότι, όταν προηγουμένως φάνηκε στην Μητέρα και τις γυναίκες πού ήταν μαζί της, σε εκείνη μόνη επέτρεψε να αγγίσει τα πόδια του (παρ' όλο πού ό Ματθαίος το αναφέρει αυτό γενικά και για τις άλλες γυναίκες, μη θέλοντας για τον λόγο πού είπαμε στην αρχή να προβάλει φανερά την Μητέρα σ' ένα τέτοιο θέμα).

Και αφού πρώτη ήλθε στον τάφο ή αειπάρθενος Μαρία και πρώτη δέχθηκε το μήνυμα της αναστάσεως, έπειτα ήλθαν και άλλες, πού ήταν πολλές μαζί, και είδαν κι εκείνες τον λίθο μετατοπισμένο και άκουσαν τους αγγέλους και, καθώς επέστρεφαν μετά από αυτό το άκουσμα και την θέα, διαμοιράστηκαν.
Άλλες, όπως λέγει ό Μάρκος, έφυγαν οπό του μνημείου και ειχεν αύτάς φόβος και έκστασις και ουδενί ουδέν ειπών, εφοβούντο γαρ. Άλλες ακολούθησαν την Μητέρα του Κυρίου, οι οποίες και αξιώθηκαν της θέας και συνομιλίας του Δεσπότου. 
Ή δε Μαγδαληνή πήγε στον Πέτρο και τον Ιωάννη, μαζί με τους οποίους έρχεται και πάλι αυτή μόνη προς τον τάφο. Κι όταν εκείνοι αναχώρησαν, αυτή παραμένοντας εκεί αξιώνεται της θέας του Δεσπότου και αποστέλλεται και αυτή προς τους Αποστόλους και έρχεται πάλι προς αυτούς, για να αναγγείλει σε όλους, όπως λέγει ό Ιωάννης, ότι έώρακε τον Κύριον και ταύτα ειπεν αυτή. 
Αυτή λοιπόν ή εμφάνισις λέγει και ό Μάρκος ότι έγινε το πρωί, δηλαδή κατά την πλήρη έναρξη της ημέρας και αφού είχε περάσει ολόκληρος ό όρθρος, χωρίς όμως να ισχυρίζεται ότι τότε έγινε και ή άνάστασις του Κυρίου ή πρώτη εμφάνισις του.

Λοιπόν έχουμε τώρα τα περί των Μυροφόρων εξηγημένα με σαφήνεια, καθώς και την περί αυτών συμφωνία των τεσσάρων Ευαγγελιστών πού ζητούσαμε στην αρχή. Οι δε μαθητές, όταν κατ' αυτή την ίδια μέρα της αναστάσεως άκουσαν από τις Μυροφόρες και τον Πέτρο και τον Λουκά και τον Κλεόπα ότι ό Κύριος ζή και τον είδαν, απίστησαν. 
Γι' αυτό και ονειδίζονται από αυτόν, όταν υστέρα τους εμφανίσθηκε, καθώς ήταν συγκεντρωμένοι. 'αφού δε μέσω πολλών προσώπων και με πολλούς τρόπους φανέρωσε τον εαυτό του ότι ζή, όχι μόνο πίστεψαν όλοι, αλλά και κήρυξαν παντού: Εις πάσαν την Γήν έξήλθεν ό φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων.
Διότι, έως ότου κηρυχθεί ό λόγος σε όλη τη γη, τα θαύματα ήταν αναγκαιότατα.

Και χρειάζονται μεν σημεία και υπερφυσικά θαύματα, για να φανεί και να βεβαιωθεί ή αλήθεια του κηρύγματος. Χρειάζονται δε «σημεία», όχι όμως και υπερφυσικά θαύματα, για να φάνουν εκείνοι πού δέχθηκαν τον λόγο κατά πόσον δηλαδή πίστεψαν με βεβαιότητα. Και ποια είναι αυτά τα «σημεία»; 
Τα σημεία των έργων. Διότι λέγει: δείξον μοι την πίστιν σον εκ των έργων σου, και τίς πιστός, δειξάτω εκ της καλής αναστροφής τα έργα αυτού . Διότι ποιος να πιστεύση για κάποιον, ότι έχει πράγματι θείους και μεγάλους και υψηλούς και θα λέγαμε ουράνιους λογισμούς (πού ακριβώς τέτοια είναι ή ευσέβεια), όταν αυτός επιδίδεται σε έργα ανήθικα και είναι προσηλωμένος στη γη και στα γήινα;

Δεν ωφελεί λοιπόν τίποτε, αδελφοί, το να λέγει κανείς ότι έχει πίστη θεϊκή και να μην εχη έργα πού να ταιριάζουν στην πίστη του. τι ωφέλησαν οί λαμπάδες στις μωρές παρθένες, την στιγμή πού δεν είχαν έλαιο, έργα δηλαδή αγάπης και συμπαθείας; τι ωφέλησε σ' εκείνον τον πλούσιο, πού τηγανιζόταν στην άσβεστη φλόγα εξ αιτίας της ασυμπαθείας του προς τον Λάζαρο, το ότι κάλεσε τον Αβραάμ «πατέρα»; τι ωφέλησε σ' εκείνον τον άνθρωπο, πού δεν είχε αποκτήσει δια των καλών έργων ένδυμα κατάλληλο για τον θείο γάμο και τον νυμφώνα εκείνο της αφθαρσίας, ή δήθεν ευπείθεια προς την πρόσκληση; 
Προσκλήθηκε μεν και προσήλθε (διότι αναμφιβόλως πίστεψε) και παρεκάθησε μαζί με τους αγίους εκείνους συνδαιτυμόνες. Όταν όμως ξεσκεπάστηκε και καταισχύνθηκε, γιατί ήταν ντυμένος την αθλιότητα των ηθών και των πράξεων του, δένεται χωρίς έλεος χειροπόδαρα και ρίχνεται στη γέεννα του πυρός, οπού είναι ό κλαυθμός και ό βρυγμός των οδόντων.

Αυτήν είθε να μη την δοκιμάσει κανένας από μας πού καλούμεθα Χριστιανοί, αλλά επιδεικνύοντας βίο ανάλογο προς την πίστη μας, να εισέλθουμε στον νυμφώνα της άφθαρτης ευφροσύνης και να ζήσουμε αιωνίως μαζί με τους Αγίους εκεί οπού είναι ή κατοικία όλων των ευφραινομένων. Αμήν.