Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς

Τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Τὰ βυζαντινὰ χρόνια, ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξει τὴν Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γιὰ νὰ δεῖ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 μ.Χ. στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικὰ τοῦ ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία τοῦ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτι γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν πατριάρχη. Καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο ἔπαιρνε μέρος καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγει τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτι.


Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασή της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράταση τοῦ
ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτάσιμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:

«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».


Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχει δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθεῖ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας - μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάρι. Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐξελέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ (Ἰω. 7, 14 – 30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἡ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμο. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφοὺς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ’ ἤχου:

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.Δόξα σοι».


Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώρα μεταξὺ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράση τοῦ Κυρίου. «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37 – 38). Καὶ σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής. «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικὴ ἀδεία μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ’ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ δρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποῦ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα» (Ἰω. 4, 14). Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημό τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτεμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαίρετους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ’ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ’ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:

«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».


Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ’ καὶ τὸ δεύτερό του δ’ ἤχου:

«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».


Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:

«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».

Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλὴ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περίφημους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Μυροφόρων

Ἡ Κυριακή τῶν Μυροφόρων μᾶς θυμίζει τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό νεκρό. Καί τήν συναίσθηση τῶν ἀνθρώπων, τῶν φίλων, ὅτι εἶχαν χρέος ἀπέναντί του, νά κάνουν ὅτι ἐπέβαλε ἡ ἀγάπη τους καί ἡ θρησκεία τους.
            Ἰδιαίτερα τό αἰσθάνονταν αὐτό οἱ ἅγιες Μυροφόρες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες μόλις τελείωσε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, τῆς ἑορτῆς, ξεκίνησαν νά πᾶνε στό μνῆμα τοῦ Χριστοῦ γιά τά «καθήκοντα».
            Ἄς δοῦμε τί μᾶς λέγει τό Εὐαγγέλιο.
            Ξεκίνησαν μέ βαρειά καρδιά.
            Πάντοτε δέν βαραίνει ἡ καρδιά μας, ὅταν φέρνομε στή μνήμη μας θάνατο καί μνημόσυνα;
            Γιατί ὁ θάνατος εἶναι γιά μᾶς σκοτάδι. Καί φέρνει συναισθήματα βαρειά.
            Ὅταν ξεκίνησαν, λέει τό Εὐαγγέλιο, εἶχε πιά ἀνατείλει ὁ ἥλιος. Γιατί μέ σκοτάδι στήν καρδιά καί σκοτάδι στή φύση, δέν τολμοῦσαν οἱ ἁπλές αὐτές γυναῖκες νά ξεκινήσουν, νά πάρουν τόν δρόμο γιά τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ.
            Ἀλλά εἶχε εὐτυχῶς ἀνατείλει ὁ ἥλιος.
            Καί γιά μᾶς, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἔχει ἀνατείλει.
            Στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας λέμε, ὅτι ἀνέτειλε ἀπό τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Χριστός ἀναστήθηκε. Γιατί ἡ μεγαλύτερη ἀνατολή εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού μᾶς λέει ὅτι τό σκοτάδι τοῦ Ἅδου καί τοῦ θανάτου διαλύθηκε. Καί ἀπό δῶ καί πέρα ἔχομε τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.
            Ὅσο μᾶς τσακίζει ἡ μαυρίλα τοῦ θανάτου, τόσο μᾶς ἐνθαρρύνει καί μᾶς παρηγορεῖ ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀρκεῖ βέβαια νά τήν πιστεύομε. Γι' αὐτό καί ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα καθήκοντα καί χρέη ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι νά φροντίζομε νά βλέπομε, νά μαθαίνομε, νά πιστεύομε, νά ἀγαπᾶμε τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Παρέμβαση γεμάτη ἐλπίδα
            Πῆγαν λοιπόν οἱ Μυροφόρες στόν τάφο καί ἐνῶ σκέπτονταν πῶς θά κυλίσουν τόν λίθο, τόν βρῆκαν ἀποκυλισμένο. Μπῆκαν μέσα καί εἶδαν στό μέρος πού ἦταν τό σῶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νά στέκει ἕνας ἄγγελος.            «Νεανίσκος ἐνδεδυμένος στολήν λευκήν».
            Βλέποντας τόν ἄγγελο οἱ ἅγιες Μυροφόρες κατάλαβαν ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει μία παρέμβαση. Παρέμβαση ὄχι ἀνθρώπου ἀλλά τοῦ Θεοῦ. Ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό ζητούμενο στήν προσευχή μας. Ὅλοι ἤλθαμε ἐδῶ γιά μιά παρέμβαση τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας, στά προβλήματά μας, στό θάνατό μας, στήν ψυχή μας, στήν αἰώνια ζωή.
            Δέν ὑπάρχει γλυκύτερη ἐλπίδα γιά τόν ἄνθρωπο καί γλυκύτερη συναίσθηση, ἀπό τό νά αἰσθάνεται ὅτι ὑπάρχει ἐνδεχόμενο παρέμβασης τοῦ Χριστοῦ γιά χάρη του.
            Ὁ ἄγγελος ὄχι μόνο φανερώθηκε στίς Μυροφόρες, ἀλλά καί τούς μίλησε καί τούς εἶπε:
            «Μή φοβεῖσθε. Ζητᾶτε, ψάχνετε νά βρεῖτε τόν Χριστό. Δέν εἶναι πιά νεκρός. Ἀναστήθηκε. Κοιτάχτε πού τόν εἴχανε βάλει. Δέν εἶναι πιά ἐδῶ.
            Ἀλλά αὐτό δέν ἔχει νόημα νά τό ἀκούσετε μόνο. Γιατί ὁ Χριστός δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά τόν ἑαυτό του καί εἶχε μία περιπέτεια, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, γιά νά ξαναγυρίσει στόν τόπο ἀπό τόν ὁποῖο ξεκίνησε καί νά γλυτώσει ἀπό αὐτές τίς ἐξυπνάδες τῶν ἀνθρώπων».
            Ἦλθε γιά μᾶς ὁ Χριστός, σταυρώθηκε γιά μᾶς, πέθανε γιά μᾶς, τάφηκε γιά μᾶς καί ἀναστήθηκε γιά μᾶς. Καί βρίσκεται τώρα καθισμένος στό θρόνο τοῦ Πατέρα του στά δεξιά τοῦ Πατέρα του γιά μᾶς.
            Αὐτός εἶναι πού ἔδωσε μέ τόν ἄγγελο τήν ἐντολή:
            -Πηγαίνετε νά πεῖτε στούς μαθητές του καί νά τὄχετε ὅλοι ὑπ’ ὄψη σας. Προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν. Σᾶς παραγγέλνει: «Πηγαίνετε στόν τόπο σας καί περιμένετέ με, ἐκεῖ πού βρίσκεστε. Στό σπίτι σας, στή δουλειά σας, στό χωράφι σας. Ὅπου καί ἄν εὑρίσκεστε νά μέ περιμένετε, νά μέ περιμένετε».
            Ὁ μεγάλος ἀγώνας, δέν εἶναι ὅταν βρισκόμαστε στήν Ἐκκλησία.
            Ἀγώνας εἶναι, ὅταν εἴμαστε στό σπίτι μας, νά ξεκινήσομε νά ἔλθομε στήν Ἐκκλησία.
            Ἀλλά ὅταν ἔλθομε στήν Ἐκκλησία ζοῦμε στή γαλήνη τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου καί στήν εὐλογία του. Παίρνομε ὅπλα καί δύναμη γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή μας. Ἐρχόμαστε γιά νά γεμίσομε τίς μπαταρίες τῆς ψυχῆς μας, ὅπως λέμε στή σύγχρονη ἐποχή.
Μέ τήν καρδιά μας βλέπομε τόν Χριστό
            Τί σημαίνουν τά λόγια: «Φροντίζετε στόν τόπο πού βρίσκεστε νά περιμένετε τόν Χριστό»;
            Πῶς τόν περιμένομε τόν Χριστό; Πότε τόν περιμένομε;     Ὅταν σκεπτόμαστε:
            -Πατάω σωστά πάνω στήν πίστη; Πατάω σωστά πάνω στά λόγια τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε νά τόν περιμένομε καί θά ρθεῖ; Στέκω σωστά, ὀρθοποδῶ;
            Αὐτό εἶναι τό μεγάλο μήνυμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ἀνάσταση γιά μᾶς. Αὐτό εἶναι τό αἰώνιο, τό ἰσόβιο χρέος μας. Νά σκεπτόμαστε κάθε στιγμή: Ὀρθοποδῶ; Στέκομαι σωστά, σκέπτομαι σωστά, αἰσθάνομαι σωστά; Πολύ ἁπλό τό πρᾶγμα, ἀλλά μέ ἀπέραντη σημασία.
            Καί νά τό σκέπτεστε, λέει ὁ Χριστός, γιά τόν ἑαυτό σας καί γιά ὅλο τόν ἄλλο κόσμο. Γιατί ἔχετε χρέος, ἐσεῖς οἱ ἀπόστολοι καί σεῖς οἱ Μυροφόρες γυναῖκες νά μή σταματήσετε ποτέ νά λέτε ἐκεῖνα πού βιώσατε, ἐκεῖνα πού ἀγαπήσατε, ἐκεῖνα πού πιστεύσατε.
            Λέει ἕνα τροπάριο τῆς Κυριακῆς τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Θωμᾶ: «Σέ δοξάζομε Κύριε, σέ τόν ἀναστάντα Χριστόν, οὐ βλεφάροις ἰδόντες». Ἐμεῖς, δέν ἀξιωθήκαμε νά σέ δοῦμε μέ τά μάτια μας, «ἀλλά πόθῳ καρδίας». Σέ εἴδαμε ὅμως μέ τόν πόθο τῆς καρδιᾶς μας. Καί σέ βάλαμε μέσα στήν καρδιά μας.
            Χωρίς τόν πόθο τῆς καρδιᾶς, τόν εἶχαν δεῖ καί οἱ φαρισαῖοι καί ὁ Καϊάφας καί ὁ Πιλᾶτος. Δέν ἔχει σημασία τί βλέπουν τοῦτα τά μάτια τά ἔξω. Ἀλλά τό θέμα εἶναι, ἄν τόν βλέπει κανείς τόν Χριστό μέ τόν πόθο τῆς καρδιᾶς του καί μέ τήν πίστη. Συνεπῶς, ἐάν τόν βλέπομε μέ τόν πόθο τῆς καρδιᾶς μας, εἴμαστε στήν κατάσταση τήν ὁποία ἐμακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας στόν ἀπόστολο Θωμᾶ, πού τόν εἶδε: «πιό μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες».
            Ἄς κρατᾶμε καί ἐμεῖς αὐτό τό μακαρισμό καί ἄς ἀγωνιζόμαστε ὅλο καί περισσότερο νά ὀρθοποδοῦμε. Καί στά καλά αἰσθήματα καί στίς καλές ἀποφάσεις, ἀλλά προπαντός στήν πίστη. Τί πρέπει δηλαδή νά κάνομε;
Ποῖο τό χρέος μου;
            Τό πρῶτο χρέος, λέει ἡ πίστη μας, εἶναι νά διερωτώμαστε:            
            • Γιατί σταυρώθηκε ὁ Χριστός;
            Γιά μᾶς. Δηλαδή, γιά τίς ἁμαρτίες μας. Τί σημαίνει γιά τίς ἁμαρτίες μας; Οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι τό σοβαρότερο πρόβλημα γιά μᾶς. Ἡ μεγαλύτερη ταλαιπωρία καί ἡ μεγαλύτερη δυστυχία μας. Γιατί; Γιατί μᾶς χωρίζουν ἀπό τήν αἰώνια ζωή, ἀπό τήν ἀληθινή ζωή. Νά σκεπτόμαστε ὅτι ἦλθε ὁ Χριστός γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας.
            Ὅταν ἔχομε μνημόσυνα τί κάνομε; Παρακαλοῦμε τόν Χριστό νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες τῶν κεκοιμημένων. Νά μήν ἐπιτρέψει οἱ ὅποιες ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, γιά τούς ὁποίους προσευχόμεθα, νά τούς στερήσουν τήν αἰώνια ζωή.             Ἀλλά νά πλύνει τίς ψυχές τους μέ τό ἅγιο αἷμα του, μέ τήν ἀγάπη του, μέ τήν εὐσπλαγχνία του.
            • Τό ἄλλο χρέος μας εἶναι νά πιστεύομε ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε γιά μᾶς.
            Γιατί ἀναστήθηκε; Γιά νά μᾶς βεβαιώσει, νά μᾶς τό κηρύξει, νά τό βάλομε στήν καρδιά μας:
            Θαρθεῖ μία μέρα πού θά ἀναστηθοῦμε ὅλοι καί θά βρεθοῦμε μαζί του στήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη Βασιλεία του.
            Καί μετά ἀπό αὐτά, τό ἐρώτημα εἶναι:
            -Ἐγώ, τί πρέπει νά κάνω;
            Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολύ ἁπλή. Πρέπει νά φροντίζω, νά βλέπω πράγματα σωστά.
            Ἡ χειρότερη ἀπειλή στή ζωή μας εἶναι, νά ξεχνᾶμε αὐτό πού εἶναι γιά μᾶς οὐσιαστικό καί νά ἀσχολούμαστε μέ λεπτομέρειες. Νά ἐπηρεαζόμαστε ἀπό λάθος τοποθετήσεις καί νά βλέπομε τά βασικά θέματα στραβά.
            -Μά τί θά πεῖ ἁμαρτία...; Μήν ἀσχολεῖσαι!
            Τί θά πεῖ αἰώνια ζωή, πίστη, καλά ἔργα; Ἔλα καϋμένε, κοίτα τήν δουλειά σου. Τότε εἶναι πού ἀρχίζομε καί τά βλέπομε ὅλα στραβά.
Κήρυγμα: Καρπός ἅγιας ζωῆς
            Ἔφυγαν οἱ Μυροφόρες νά πᾶνε ἐκεῖ πού τούς εἶπε ὁ Χριστός. Ἀλλά στό δρόμο τά ξέχασαν, φοβήθηκαν, δέν πῆγαν ἐκείνη τήν ἡμέρα νά βροῦν τούς ἀποστόλους, νά τούς ποῦν τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου. Γιατί;
            Φοβήθηκαν. «Καί οὐδενί, οὐδέν εἶπον».
            Ἀλλά γιά μία ἡμέρα φοβήθηκαν.
            Καί μετά; Μετά εἶδαν πάλι τόν Χριστό, πίστευσαν βαθειά καί ξεχύθηκαν καί οἱ ἀπόστολοι, καί οἱ Μυροφόρες γυναῖκες στόν κόσμον, καί ἐκήρυτταν, ζῶντας ἅγια, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν.           Διακήρυξαν σέ ὅλο τόν κόσμο, ὅτι τό καλύτερο πού ἔχει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι νά δέχεται τόν Χριστό σωτήρα καί εὐεργέτη του. Καί νά φροντίζει νά κάνει ὅτι καλύτερο μπορεῖ γιά νά τηρεῖ τό θέλημά του.
            Γιατί ὅποιος λέει ὅτι πιστεύει στόν Χριστό, ἀλλά κάνει ἄλλα πράγματα, ἀνεπίτρεπτα ἀπό τόν νόμο του, οὐσιαστικά δείχνει ὅτι δέν τόν ἔχει βάλει, οὔτε στήν καρδιά του, οὔτε στό μυαλό του.
            Ἄς φροντίζομε νά γεμίζομε καί τήν καρδιά μας καί τό μυαλό μας μέ τήν πίστη στόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καί στήν ἁγία του ἀνάσταση, πού εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία του γιά μᾶς. Ἀμήν.-

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

ΠΕΦΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Στο πέρασμα των αιώνων η Εκκλησία έχει βρει πολλούς τρόπους για να προσεγγίσει ακόμη και τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη αλλά αυτό που έχει κάνει η ρώσικη Εκκλησία σε συνεργασία με τον στρατό αν μην τι άλλο διεκδικεί βραβείο πρωτοτυπίας!
Ιερείς που εκπαιδεύονται ως αλεξιπτωτιστές, πτυσσόμενοι φουσκωτοί Ναοί που μεταφέρονται με αεροπλάνα και στρατεύματα σε αφιλόξενες περιοχές συνθέτουν το σκηνικό του νέου δόγματος της ρωσικής Εκκλησίας που όπως φαίνεται δεν σκοπεύει να αφήσει τίποτα στην τύχη του.
Όπως θα δείτε στο βίντεο που ακολουθεί, οι γενειοφόροι στρατιώτες που εκπαιδεύονται στα αλεξίπτωτα δεν είναι απλοί στρατιώτες.
Είναι κληρικοί του ρωσικού Πατριαρχείου που υπηρετούν στην θρησκευτική υπηρεσία τους Στρατού. Οι άνθρωποι αυτοί, εκπαιδεύονται από έμπειρους καταδρομείς ώστε να μπορούν να πηγαίνουν στα στρατεύματα όπου γης… πετώντας.
Η πρωτοτυπία δεν σταματά όμως εδώ. Άλλωστε και στην Ελλάδα έχουμε αλεξιπτωτιστές ιερείς.
Η ρωσική Εκκλησία μαζί με τον στρατό έχουν σχεδιάσει πτυσσόμενους Ναούς, οι οποίοι χωρούν σε ένα κιβώτιο. Μαζί με τους Ναούς υπάρχουν εικόνες, ιερά σκεύη και κάθε τι το οποίο χρειάζεται ένας κληρικός για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία.
Όλα αυτά μαζί συσκευάζονται φορτώνονται σε αεροσκάφη και την κατάλληλη στιγμή… βουτάνε στο κενό προσεγγίζοντας τους πιστούς, κυριολεκτικά εξ ουρανού.
Στο έδαφος οι ιερείς μαζί με τους στρατιώτες στήνουν τον Ναό και μέσα σε ελάχιστη ώρα οι Ρώσοι στρατιώτες παρακολουθούν τη Θ. Λειτουργία στη μέση του «πουθενά». Το βίντεο που έχει δώσει στην δημοσιότητα ο ρωσικός στρατός είναι ενδεικτικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον!

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου.

Καί πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως. Λέχθηκε μετά τό Πάσχα, τή Δευτέρα τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.
1. Ἀδελφοί καί πατέρες, ἤδη τό Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα, πού προκαλεῖ κάθε εὐφροσύνη καί εὐτυχία, καθώς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται τήν ἴδια ἐποχή τοῦ χρόνου πάντοτε, ἤ καλύτερα γίνεται κάθε ἡμέρα καί συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τό μυστήριό της, ἀφοῦ γέμισε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε χαρά καί ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), ἀφοῦ ἔλυσε μαζί καί τόν κόπο ἀπό τήν πάνσεπτη νηστεία ἤ, γιά νά πῶ καλύτερα, ἀφοῦ τελειοποίησε καί συγχρόνως παρηγόρησε τίς ψυχές μας, γι᾿ αὐτό καί μᾶς προσκάλεσε ὅλους μαζί τούς πιστούς, ὅπως βλέπετε, σέ ἀνάπαυση καί εὐχαριστία, πέρασε. Ἄς εὐχαριστήσουμε λοιπόν τόν Κύριο, πού μᾶς διαπέρασε ἀπό τό πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) τῆς νηστείας καί μᾶς ὁδήγησε μέ εὐθυμία στόν λιμένα τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄς τόν εὐχαριστήσουμε καί ὅσοι περάσαμε τό δρόμο τῆς νηστείας μέ θερμή πρόθεση καί ἀγῶνες ἀρετῆς, καί ὅσοι ἀσθένησαν στό μεταξύ ἀπό ἀδιαφορία καί ἀσθένεια ψυχῆς, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι πού δίνει μέ τό παραπάνω τά στεφάνια καί τούς ἄξιους μισθούς τῶν ἔργων τους σ᾿ ἐκείνους πού ἀγωνίζονται, καί πάλι αὐτός εἶναι πού ἀπονέμει τή συγγνώμη στούς ἀσθενέστερους ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τίς διαθέσεις τῶν ψυχῶν μας καί τίς προαιρέσεις, παρά τούς κόπους τοῦ σώματος, μέ τούς ὁποίους γυμνάζομε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀρετή, ἤ ἐπαυξάνοντας τήν ἄσκηση λόγω τῆς προθυμίας τῆς ψυχῆς ἤ ἐλαττώνοντας αὐτήν ἀπό τά σπουδαῖα ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, καί σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας ἀνταποδίδει τά βραβεῖα καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον ἀπό τούς ἀγωνιζόμενους περίφημο καί ἔνδοξο ἤ ἀφήνοντάς τον ταπεινό καί ἔχοντα ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό κοπιαστικότερη κάθαρση.
2. Ἀλλά ἄς δοῦμε, ἐάν νομίζετε, καί ἄς ἐξετάσομε καλῶς, ποιό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, τό ὁποῖο γίνεται μυστικῶς πάντοτε σέ ἐμᾶς πού θέλομε, καί πῶς μέσα μας ὁ Χριστός θάπτεται σάν σέ μνῆμα, καί πῶς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τίς ψυχές, πάλι ἀνασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του καί ἐμᾶς. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ λόγου.
3. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἀφοῦ ὑψώθηκε στό σταυρό καί κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ᾿ αὐτόν τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 25) καί γεύτηκε τό θάνατο (Ἐβρ. 2, 9), κατῆλθε στά κατώτατα μέρη τοῦ ἅδη (Ἐφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Ὅπως λοιπόν ὅταν ἀνῆλθε πάλι ἀπό τόν ἅδη εἰσῆλθε στό ἄχραντό Του σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο ὅταν κατῆλθε ἐκεῖ δέν χωρίσθηκε καθόλου, καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μετά ἀπ᾿ αὐτό ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μέ δόξα πολλή καί δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), ἔτσι καί τώρα, ὅταν ἐξερχόμαστε ἐμεῖς ἀπό τόν κόσμο καί εἰσερχόμαστε μέ τήν ἐξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στό μνῆμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως, αὐτός ὁ ἴδιος, κατερχόμενος ἀπό τούς οὐρανούς, εἰσέρχεται σάν σέ τάφο μέσα στό σῶμα μας καί, ἑνούμενος μέ τίς δικές μας ψυχές, τίς ἀνασταίνει, ἀφοῦ αὐτές ἦταν ὁμολογουμένως νεκρές, καί τότε δίνει τή δυνατότητα, σ᾿ αὐτόν πού ἀναστήθηκε ἔτσι μαζί μέ τόν Χριστό, νά βλέπει τή δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.
4. Ἀνάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση, πού βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία (Ἰω. 8, 46, Ἐβρ. 4, 15. 7, 26), ὅπως ἔχει γραφεῖ, οὔτε ἀλλοιώθηκε καθόλου ἡ δόξα του, πῶς θ᾿ ἀναστηθεῖ ποτέ ἤ θά δοξασθεῖ, αὐτός πού εἶναι πάντοτε ὑπερδοξασμένος καί πού διαμένει ἐπίσης πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία (Ἐφ. 1, 21); Ἀνάσταση καί δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ δική μας δόξα, πού γίνεται μέσα μας μέ τήν ἀνάστασή Του, καί δείχνεται καί ὁρᾶται ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἔκανε δικά του τά δικά μας, ὅσα κάμνει μέσα μας αὐτός, αὐτά ἀναγράφονται σ᾿ αὐτόν. Ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς. Διότι, ὅπως τό νεκρό σῶμα οὔτε λέγεται ὅτι ζεῖ οὔτε μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί ἑνωθεῖ μέ αὐτήν χωρίς νά συγχέεται, ἔτσι οὔτε ἡ ψυχή μόνη της καί καθ᾿ ἑαυτήν μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μυστικῶς καί ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πραγματικά αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 5, 20). Διότι πρίν ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ὡς πρός τή γνώση καί ὅραση καί αἴσθηση εἶναι νεκρή, ἄν καί νοερά ὑπάρχει καί εἶναι ὡς πρός τή φύση ἀθάνατη. Διότι δέν ὑπάρχει γνώση χωρίς ὅραση, οὔτε ὅραση δίχως αἴσθηση.
Αὐτό πού λέγω σημαίνει τό ἑξῆς.Ἡ ὅραση καί μέσω τῆς ὁράσεως ἡ γνώση καί ἡ αἴσθηση (αὐτό τό ἀναφέρω γιά τά πνευματικά, διότι στά σωματικά καί χωρίς ὅραση ὑπάρχει αἴσθηση). Τί θέλω νά πῶ; Ὁ τυφλός ὅταν χτυπᾶ τό πόδι του σέ λίθο αἰσθάνεται, ἐνῶ ὁ νεκρός ὄχι. Στά πνευματικά ὅμως, ἐάν δέν φθάσει ὁ νοῦς σέ θεωρία τῶν ὅσων ὑπάρχουν πάνω ἀπό τήν ἔννοια, δέν αἰσθάνεται τή μυστική ἐνέργεια. Αὐτός λοιπόν πού λέγει, ὅτι αἰσθάνεται στά πνευματικά πρίν φθάσει σέ θεωρία αὐτῶν πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τό νοῦ καί τό λόγο καί τήν ἔννοια, μοιάζει μέ τόν τυφλό στά μάτια, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται βέβαια τά ὅσα ἀγαθά ἤ κακά παθαίνει, ἀγνοεῖ ὅμως τά ὅσα γίνονται στά πόδια ἤ στά χέρια του καθώς καί τά αἴτια ζωῆς ἤ θανάτου του. Διότι τά ὅσα κακά ἤ ἀγαθά τοῦ συμβαίνουν δέν τά ἀντιλαμβάνεται καθόλου, ἐπειδή εἶναι στερημένος ἀπό τήν ὀπτική δύναμη καί αἴσθηση, γι᾿ αὐτό, ὅταν πολλές φορές σηκώνει τήν ράβδο του ν᾿ ἀμυνθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό, ἀντί ἐκεῖνον μερικές φορές χτυπᾶ μᾶλλον τόν φίλο του, ἐνῶ ὁ ἐχθρός στέκεται μπροστά στά μάτια του καί τόν περιγελᾶ.
5. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅμως πολύ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού καί τήν βλέπουν καθαρά, καί αὐτοί βέβαια πού δέν τήν εἶδαν οὔτε νά προσκυνήσουν μποροῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἅγιο καί Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριο τόν Ἰησοῦ, παρά μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο»» (Α´ Κορ. 12, 3).καί ἀλλοῦ.«Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν πνευματικά καί ἀληθινά»» (Ἰω. 4, 24). Καί ἀκόμη τό ἱερώτατο λόγιο, πού τό προφέρομε κάθε ἡμέρα, δέ λέγει, ̒Ἀνάσταση Χριστοῦ πιστεύσαντες᾽, ἀλλά τί λέγει; «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι, ἄς προσκυνήσομε ἅγιο Κύριον Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος»». Πῶς λοιπόν μᾶς προτρέπει τώρα τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά λέμε (σάν νά εἴδαμε αὐτήν πού δέν εἴδαμε) «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι»», ἐνῶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μιά φορά πρίν ἀπό χίλια (Ὁ Συμεών ὁ Νεός Θεολόγος ἔζησε τέλη 10ου καί ἀρχές 11ου αἰῶνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) ἔτη καί οὔτε τότε τόν εἶδε κανένας νά ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ θεία Γραφή θέλει νά ψευδόμαστε; Μακριά μιά τέτοια σκέψη.ἀντίθετα συνιστᾶ μᾶλλον νά λέμε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή μέσα στό καθένα ἀπό μᾶς τούς πιστούς γίνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό ὄχι μία φορά, ἀλλά κάθε ὥρα, ὅπως θά ἔλεγε κανείς, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας καί ἀπαστράπτοντας τίς ἀστραπές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς θεότητος. Διότι ἡ φωτοφόρα παρουσία τοῦ Πνεύματος μᾶς ὑποδεικνύει τήν ἀνάσταση τοῦ Δεσπότη, πού ἔγινε τό πρωί (Ἰω. 21, 4), ἤ καλύτερα μᾶς ἐπιτρέπει νά βλέπομε τόν ἴδιο ἐκεῖνον τόν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτό καί λέμε.«Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί φανερώθηκε σέ μᾶς»» (Ψαλμ. 117, 27), καί ὑποδηλώνοντας τή Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τά ἑξῆς. «εὐλογημένος εἶναι αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26). Σέ ὅποιους λοιπόν φανερωθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικῶς στά πνευματικά τους μάτια. Διότι, ὅταν ἔλθει μέσα μας διά τοῦ Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τούς νεκρούς καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν βλέπομε μέσα μας αὐτόν τόν ἴδιο ὅλον ζωντανό, αὐτόν τόν ἀθάνατο καί ἄφθαρτο, καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί μᾶς δίνει τή χάρη νά γνωρίζομε εὐκρινῶς ὅτι συνανασταίνει (Ἐφ. 2, 6) καί συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) καί ἐμᾶς μαζί του, ὅπως μαρτυρεῖ ὅλη ἡ θεία Γραφή.
6. Αὐτά λοιπόν εἶναι τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ κρυμμένη μέσα τους δύναμη τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία οἱ ἄπιστοι ἤ δύσπιστοι, ἤ καλύτερα νά πῶ ἡμίπιστοι, δέν βλέπουν, οὔτε βέβαια μποροῦν καθόλου νά τή δοῦν. Καί ἄπιστοι, δύσπιστοι καί ἡμίπιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν φανερώνουν τήν πίστη μέ τά ἔργα (Ἰάκ. 2, 18). Διότι χωρίς ἔργα πιστεύουν καί οἱ δαίμονες (Ἰάκ. 2, 19) καί ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Θεός ὁ Δεσπότης Χριστός. «Σέ γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «ἐσένα τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»» (Ματθ. 8, 29).καί ἀλλοῦ.«αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου»» (Πραξ. 16, 17). Ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε τούς δαίμονες οὔτε τούς ἀνθρώπους αὐτούς θά τούς ὠφελήσει ἡ τέτοια πίστη. Διότι δέν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπό τέτοια πίστη, ἐπειδή εἶναι νεκρή κατά τόν θεῖο ἀπόστολο. Διότι λέγει, «ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή»» (Ἰάκ. 2, 26), ὅπως καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη. Πῶς εἶναι νεκρή; Ἐπειδή δέν ἔχει μέσα της τόν Θεό πού τή ζωογονεῖ (Α´ Τιμ. 6, 13), ἐπειδή δέν ἀπέκτησε μέσα της ἐκεῖνον πού εἶπε.«αὐτός πού μέ ἀγαπᾶ θά τηρήσει τίς ἐντολές μου»» (Ἰω. 14, 21.23), «καί ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου θά ἔλθομε καί θά κατοικήσομε μέσα του»» (Ἰω. 14, 23), γιά νά ἐξαναστήσει μέ τήν παρουσία του ἀπό τούς νεκρούς αὐτόν πού τήν κατέχει καί νά τόν ζωοποιήσει καί νά τοῦ ἐπιτρέψει νά δεῖ μέσα του καί αὐτόν πού ἀναστήθηκε καί αὐτόν πού ἀνέστησε.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν εἶναι νεκρή ἡ τέτοια πίστη, ἤ καλύτερα νεκροί εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν χωρίς ἔργα. Διότι ἡ πίστη στόν Θεό πάντα ζεῖ καί ἐπειδή εἶναι ζῶσα ζωοποιεῖ αὐτούς πού προσέρχονται ἀπό ἀγαθή πρόθεση καί τήν ἀποδέχονται, ἡ ὁποία καί ἔφερε πολλούς ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί πρίν ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τούς ὑπέδειξε τόν Χριστό καί Θεό. Καί θά ἦταν δυνατό, ἐάν ἔμεναν πιστοί στίς ἐντολές του καί τίς φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), νά διαφυλαχθοῦν καί αὐτοί ἀπ᾿ αὐτές, ὅπως δηλαδή ἔγιναν ἀπό μόνη τήν πίστη. Ἐπειδή ὅμως μεταστράφηκαν, ὅπως τό στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), καί ἀκολούθησαν τίς προηγούμενες πράξεις τους, εὔλογα ἀμέσως βρέθηκαν νά ἔχουν ναυαγήσει ὡς πρός τήν πίστη (Α´ Τιμ. 1, 19) καί δυστυχῶς στέρησαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός ὁ Θεός.
Γιά νά μή πάθομε λοιπόν καί ἐμεῖς αὐτό τό πρᾶγμα, ζητῶ νά τηρήσομε μέ ὅση δύναμη ἔχομε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά ν᾿ ἀπολαύσομε καί τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά, ἐννοῶ δηλαδή αὐτήν τήν ἴδια τή θέα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι μας μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Λόγος εἰς τὴν Ἀνάστασιν· Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου

(…) Γιατί απέραντη σιωπή βασιλεύει σήμερα στη γη; μεγάλη σιωπή και πολλή ηρεμία. Μεγάλη σιωπή, γιατί ο βασιλεύς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε και ο Άδης ετρόμαξε. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε και αυτούς που κοιμόνταν αιώνες, από τον Άδη ανέστησε (…). 
 
Σήμερα σώζονται και αυτοί που ζουν επάνω στη γη και αυτοί που αιώνες τώρα βρίσκονται κάτω από τη γη. Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, ορατός και αόρατος. Σήμερα είναι διπλή η παρουσία του Δεσπότου Χριστού. Διπλή ευσπλαχνία. Διπλή κατάβασις μαζί και συγκατάβασις. Διπλή φιλανθρωπία. Διπλή επίσκεψις στους ανθρώπους. Από τον ουρανό στη γη και από τη γη στα κατοχθόνια κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του Άδου ανοίγονται. Χαρήτε όλοι εσείς που κοιμάσθε από τους πανάρχαιους αιώνες. (…).

Χτες εζήσαμε στην υποταγή Του, σήμερα την κυριαρχία Του. Χθες φανερώθηκαν τα σημάδια της ανθρώπινής Του φύσεώς και σήμερα της θεϊκής. Χθες τον ερράπιζαν και σήμερα με την αστραπή της θεότητος σχίζει το σκοτεινό κατηκητήριο του Άδου. Χθες τον έδεναν και σήμερα δένει Αυτός τον τύραννο διάβολο με άλυτα δεσμά (…).Εκείνος που χθες, μέσα στην άπειρη συγκατάβασί Του, δεν εκαλούσε να τον βοηθήσουν οι λεγεώνες των Αγγέλων, λέγοντας στον Πέτρο, ότι είναι στο χέρι μου να παρατάξω τώρα αμέσως περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων, σήμερα κατέρχεται με τον θάνατο Τον κατά του Άδου και του θανάτου, του τυράννου, όπως ταιριάζει σε Θεό και Κυρίαρχο, επί κεφαλής των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων και των αοράτων ταγμάτων, όχι με δώδεκα μόνο λεγεώνες, αλλά με μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Εξουσιών, θρόνων, Εξαπτερύγων, Πολυομμάτων, τα οποία, ως βασιλέα και Κύριο τους, προπέμπουν, δορυφορούν και τιμούν τον Χριστό (…).

Και καθώς συμβαίνει όταν παρουσιασθή μια φοβερή, αήτητη και παντοδύναμη βασιλική στρατιωτική παράταξι, φρίκη μαζί και τρόμος και ταραχή και οδυνηρός φόβος κυριεύει τους εχθρούς του ακαταγώνιστου Στρατηγού, το ίδιο έγινε ξαφνικά, μόλις παρουσιάσθηκε τόσο παράδοξα ο Χριστός στα καταχθόνια του Άδη. Από επάνω μια δυνατή αστραπή ετύφλωνε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του Άδη και ταυτόχρονα ακούονταν βροντερές στρατιωτικές φωνές που διέταζαν: Άρατε πύλας• όχι ανοίξετε, αλλά ξερριζώστε τις από τα θεμέλια, βγάλτε τις τελείως από τον τόπο τους. ώστε να μην μπορούν πια να ξανακλείσουν. Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών, όχι γιατί δεν μπορεί να τις ανοίξη ο Κύριος μας, που όταν θέλη, διατάζει και μπαίνει με κλεισμένες τις πόρτες, αλλά σας διατάζει, σαν δραπέτες δούλους, να σηκώσετε και να μεταφέρετε αυτές τις προαιώνιες πύλες. Για τούτο και δεν διατάζει τους όχλους σας, αλλά σας που παρουσιάζεσθε σαν αρχηγοί τους: άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Από τώρα και έπειτα δεν θα είσθε πια άρχοντες κανενός, παρ’ όλο που κάκιστα κυριαρχήσατε πάνω στους μέχρι τώρα κεκοιμημένους. Ούτε αυτών θα είσθε πλέον άρχοντες, ούτε άλλων, ούτε των εαυτών σας ακόμη. Άρατε πύλας, γιατί ήρθε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. Ανοίξετε δρόμο σ’ Αυτόν που έβαλε το πόδι Του στη φυλακή του Άδη (…).

Και μόλις οι αγγελικές δυνάμεις εβόησαν, την ίδια στιγμή άνοιξαν οι πύλες! Την ίδια στιγμή έσπασαν οι αλυσίδες και οι μοχλοί. Έπεσαν τα κλειδιά και συγκλονίσθηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Οι εχθρικές δυνάμεις ετράπησαν σε άτακτη φυγή, ο ένας έσπρωχνε τον άλλο, άλλος μπερδευόταν στα πόδια του άλλου και καθένας φώναζε στο διπλανό του να φεύγη γρήγορα. Έφριξαν, συγκλονίσθηκαν, τα έχασαν, εταράχθηκαν, άλλαξε το χρώμα τους, φοβήθηκαν, στάθηκαν και απόρησαν, απόρησαν και τρόμαξαν (…).

Κι ενώ αυτά διεδραματίζοντο στον Άδη και εσείοντο τα πάντα, ο δε Κύριος επλησίαζε να φθάση στα πιο έσχατα βάθη, ο Αδάμ ο πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος που βρισκόταν δεμένος γερά και βαθύτερα από όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που ερχόταν στους φυλακισμένους και αμέσως ανεγνώρισε την φωνή Του, καθώς επερπατούσε μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε προς όλους τους επί αιώνες συγκροτούμενους του και τους φώναξε: «Ω φίλοι μου! Ακούω να πλησιάζη σ’ εμάς ο ήχος των βημάτων Κάποιου. Εάν πραγματικά μας αξίωσε να έρθη έως εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι! Εάν τον ιδούμε ανάμεσά μας, σωθήκαμε από τον Άδη!».

Και την ώρα που ο Αδάμ έλεγε αυτά προς τους συγκαταδίκους του, εισέρχεται ο Κύριος, κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις τον αντίκρυσε ο Αδάμ, χτύπησε το στήθος από την χαρούμενη έκπληξι και φώναξε προς όλους τους επί αιώνες κεκοιμημένους: «Ο Κύριος μου ας είναι μαζί με όλους»! Και ο Χριστός απάντησε στον Αδάμ: «Και μετά του πνεύματός σου».

Ύστερα τον πιάνει από το χέρι, τον σηκώνει επάνω και του λέει: Σήκω συ που κοιμάσαι και ανάστα από τους νεκρούς, γιατί σε καταρτίζει ο Χριστός! Εγώ ο Θεός, που για χάρι σου έγινα υιός σου, έχοντας δικούς μου πλέον και σένα και τους απογόνους σου, με την θεϊκή εξουσία μου δίνω ελευθερία και λέω στους φυλακισμένους: εξέλθετε. Σένα. Αδάμ, σε προστάζω: σήκω από τον αιώνιο ύπνο σου. Δεν σε έπλασα, για να μένης φυλακισμένος στον Άδη. Ανάστα εκ των νεκρών. Γιατί εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Σήκω επάνω, πλάσμα δικό μου, σήκω επάνω συ που είσαι η μορφή μου, που σε δημιούργησα κατ’ εικόνα μου. Σήκω να φύγουμε από εδώ. Γιατί συ είσαι μέσα σε μένα και εγώ μέσα σε σένα! Για σένα ο Κύριος έλαβε τη δική σου μορφή του δούλου. Για δική σου χάρι, εγώ που βρίσκομαι ψηλότερα από τους ουρανούς, κατέβηκα στη γη και πιο κάτω από τη γη. Για σένα τον άνθρωπο έγινα σαν ένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος, βρέθηκα χωρισμένος κι εγώ από τη ζωή, ανάμεσα σ’ όλους τούς άλλους νεκρούς. Για σένα που βγήκες μέσα από τον κήπο του παραδείσου, μέσα σε κήπο παραδόθηκα στους Ιουδαίους και μέσα σε κήπο εσταυρώθηκα.

Κύτταξε στο πρόσωπο μου τα φτυσίματα, που καταδέχθηκα προς χάριν σου, για να σε αποκαταστήσω στην παλαιά σου δόξα, που σου είχα δώσει με το εμφύσημά μου. Κύτταξε στα μάγουλά μου τα ραπίσματα που καταδέχθηκα, για να επανορθώσω την διεστραμμένη μορφή σου και να την φέρω στην όψι που είχε σαν εικόνα μου. Κύτταξε στη ράχη μου τη μαστίγωσι που καταδέχθηκα, για να διασκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κύτταξε τα καρφωμένα χέρια μου, που τα άπλωσα καλώς επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να συχωρεθής συ που άπλωσες κακώς το χέρι σου στο απαγορευμένο δένδρο. Κύτταξε τα πόδια μου που καρφώθηκαν και τρυπήθηκαν στον Σταυρό, για να εξαγνισθούν τα δικά σου πόδια που έτρεξαν κακώς στο δένδρο της αμαρτίας (…). Η πληγωμένη πλευρά μου εθεράπευσε τον πόνο της πλευράς σου. Ο δικός μου ύπνος θα σε βγάλη από τον ύπνο σου μέσα στον Άδη. Η ρομφαία που χτύπησε έμενα, σταμάτησε τη ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου. Γι’ αυτό σηκωθήτε, ας φύγουμε από εδώ. Από τον θάνατο στη ζωή. Από την φθορά στην αφθαρσία. Από το σκοτάδι στο αιώνιο φως. Από την οδύνη στην ελευθερία. Από τη φυλακή του Άδη στην άνω Ιερουσαλήμ. Από τα δεσμά στην άνεσι. Από τη σκλαβιά στην τρυφή του Παραδείσου. Από τη γη στον ουρανό.

Γι’ αυτόν τον σκοπό ο Χριστός απέθανε και ανέστη, για να γίνη Κύριος και νεκρών και ζώντων. Σηκωθήτε, λοιπόν. Ας φύγουμε από εδώ. Ο ουράνιος Πατέρας περιμένει με λαχτάρα το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα πρόβατα των αγγέλων περιμένουν τον σύνδουλό τους Αδάμ, πότε θα αναστηθή, πότε θα ανέλθη καί θα επανέλθη προς τον Θεό. Ο Χερουβικός θρόνος είναι έτοιμος. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και βιάζονται. Ο νυμφικός θάλαμος έχει προετοιμασθή. Το μεγάλο εορταστικό δείπνο είναι στρωμένο. Τα θησαυροφυλάκια των αιωνίων αγαθών άνοιξαν. Η Βασιλεία των Ουρανών έχει ετοιμασθή «από καταβολής κόσμου». Αγαθά που μάτια δεν τα είδαν και αυτιά δεν τα άκουσαν περιμένουν τον άνθρωπο.

Αυτά και άλλα παρόμοια είπεν ο Κύριος. Και αμέσως ανασταίνεται μαζί Του ο ενωμένος σ’ αυτόν Αδάμ και μαζί τους και η Εύα. Ακόμη δε και «πολλά σώματα δικαίων, που είχαν πεθάνει πριν από αιώνες, αναστήθηκαν» διακηρύσσοντας την τριήμερο Ανάστασι του Χριστού. Αυτήν ας την υποδεχθούμε και ας την αγκαλιάσουμε οι πιστοί με πολλή χαρά, χορεύοντες με τους αγγέλους και εορτάζοντες με τους αρχαγγέλους και δοξάζοντες τον Χριστό, που μας ανέστησε από την φθορά. Εις Αυτόν αρμόζει η δόξα και η δύναμις, μαζί με τον αθάνατο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό και ομοούσιο Πνεύμα, εις όλους τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.