Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακὴν τοῦ Ἀσώτου

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
 π. Ἰουστίνου Πόποβιτς

Iδού εὐαγγέλιο πού ἀφορᾶ στό νοῦ καί τό σῶμα τοῦ καθενός μας. Εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαχνίας. Εἶναι ἡ θαυμαστή παραβολή τοῦ Σωτῆρος, στήν ὁποία ἀπεικονίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Ἡ δική μου, ἡ δική σου, τοῦ καθενός ἀνθρωπίνου ὄντος ἐπάνω στήν γῆ. Ὅλους τούς ἀφορᾶ τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ὅλους.

Ὁ ἄνθρωπος! Αὐτός ὁ θεϊκός πλοῦτος ἐπάνω στήν γῆ! Κύτταξε τό σῶμα του, τό μάτι, τό αὐτί, τήν γλώσσα. Τί θαυμαστός πλοῦτος. Τό μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιό τέλειο πού νά ἠμπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά ἐπινοήσῃ σ’ αὐτόν τόν κόσμο; Κι ὅμως, τό μάτι αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Κύριος, ὅπως καί τήν ψυχή καί τό σῶμα. Ἡ ψυχή μάλιστα εἶναι ὁλόκληρη ἐξ οὐρανοῦ. Ὁποῖος πλοῦτος! Τό σῶμα! Θαυμαστός θεῖος πλοῦτος πού σοῦ δόθηκε γιά τήν αἰωνιότητα καί ὄχι μόνο γιά τήν πρόσκαιρη αὐτή γήινη ζωή. Καί ψυχή δοσμένη γιά τήν αἰωνιότητα.

Ἀκούσατε τί εὐαγγελίζεται ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος σήμερα. «Τό δέ σῶμα τῷ Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ὁ Κύριος ἔπλασε τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν αἰώνια ζωή, γιά τήν ἀθανασία, γιά τήν καθαρότητα. Τό ἔπλασε γιά τήν αἰώνια ἀλήθεια, γιά τήν αἰώνια δικαιοσύνη καί γιά τήν αἰώνια ἀγάπη: ὅπως τό σῶμα, ἔτσι καί τήν ψυχή. Ὅλα αὐτά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀνεκδιήγητα καί μεγάλα καί πλούσια, καί –τό πιό σπουδαῖο– ἀθάνατα καί αἰώνια δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι τί κάνομε μ’ ὅλα αὐτά τά δῶρα; Τί οἰκοδομοῦμε μέ αὐτά; Παραδίδουμε τό σῶμα στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί τήν ψυχή στούς ἀκαθάρτους λογισμούς, τίς ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες, τίς ἀκάθαρτες ἡδονές. Διά τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, φεύγουν ἀπό τό Θεό, φεύγουν «εἰς χώραν μακράν». Τίνος εἶναι αὐτή ἡ «μακρυνή χώρα;»
Ἀκούσατε ποῦ ὁ ἄσωτος υἱός βόσκει χοίρους. Στήν χώρα τοῦ διαβόλου. Στήν χώρα, ὅπου ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία πάνω στόν ἄνθρωπο διά τῶν παθῶν, διά τῶν ἁμαρτιῶν, καί τόν κρατάει σέ φρικτή τρέλλα, στόν παραλογισμό καί τήν παραφροσύνη.
Λοιπόν, ἡ ἁμαρτία; Κάθε ἁμαρτία εἶναι τρέλλα. Καί ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι πάντα μέσα σ’ αὐτή τήν τρέλλα, μέχρις ὅτου συναντηθῆ μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καί θά συναντηθῇ μέ τήν μετάνοια.
Ἀκούσατε πῶς ὁ ἄσωτος υἱός, αἰσθανόμενος τί σημαίνει ζωή μέσα στήν ἁμαρτία, ζωή μέσα στίς ἡδονές καί τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγώ δέ λιμῷ ἀπόλλυμαι» σέ ξένη καί μακρυνή χώρα. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Σηκώθηκε καί πῆγε πρός τόν πατέρα. Καί ὁ οὐράνιος Πατήρ, ὁ Θεός καί Ἐλεήμων Κύριος, «ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν καὶ ἐσπλαγχνίσθη καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν», ἐνῶ συγχρόνως ὁ υἱός μέ λυγμούς ἔλεγε: «πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί σ’ ὅλα τά ἀστέρια. Ὅλα τά ἐμόλυνα μέ τό πύον τῶν παθῶν μου, καί μέ τό σκοτάδι τῶν παθῶν μου τά ἠμαύρωσα ὅλα. «Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου»! Φεύγοντας ἀπό σένα, σέ ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σέ ποιόν ἤμουν; Τίνος χοίρους ἐγώ ἔβοσκα; Τοῦ διαβόλου! Ἐγώ διαβολοποίησα τήν ψυχή μου, τήν ὁποία ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά γίνῃ ἁγία καί ἀθάνατη. Ἐγώ ἐβρώμισα τό σῶμα, ἐθανάτωσα τό σῶμα, ἐξαθλίωσα τό σῶμα!
Ὅταν ὁ ἄσωτος υἱός «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν» –ἀφοῦ ἦταν ἐκτός ἐαυτοῦ, στήν τρέλλα, στίς ἡδονές καί στά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου– διά τῆς μετανοίας ἔτρεξε πρός τόν πατέρα. Καί ὁ πατέρας τόν ἀγκαλιάζει καί τόν φιλεῖ. Δέν εἶχε τελειώσει ἀκόμη ὁ υἱός τήν ἐξομολόγησί του, δέν εἶχε ἐκφράσει ἀκόμη τήν ἐπιθυμία του νά τόν δεχθῇ ὁ πατέρας του σάν δοῦλο, καί ὁ πατέρας λέγει στούς ὑπηρέτες του: «Φέρετε τήν στολή τήν πρώτη καί ἐνδύσατέ τον καί δῶστε δακτυλίδι στό χέρι του καί ὑποδήματα στά πόδια του καί ἀφοῦ φέρετε τόν μόσχο τόν σιτευτό, σφάξτε τον γιά νά φάγωμεν καί εὐφρανθῶμεν».
Γιά πιό λόγο εὐφραίνεται ὁ οὐρανός; Γιά ποιό λόγο ὁ Θεός εὐφραίνεται στόν οὐρανό; Γιά ποιό λόγο εὐφραίνονται οἱ ἄγγελοι; Σέ ποιόν ὁ Κύριος λέγει νά εὐφρανθῶμεν; Στούς ἀγγέλους!

Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος χάθηκε μέσα στίς ἁμαρτίες, θυμήθηκε ὅτι ἦταν ἀδελφός τῶν ἀγγέλων καί ἔσπευσε πρός τόν οὐρανό. «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ἁμάρτησα στούς ἀγγέλους, στούς ἀρχαγγέλους. Ἐγώ ἐδιαβολοποίησα τόν ἑαυτό μου. Ἔρριξα τόν ἑαυτό μου στήν ἀγέλη τῶν χοίρων, στήν ἀγέλη τῶν παθῶν. Καί νά, τώρα εἶμαι ὅλος ξεσχισμένος, ὅλος κουρελιασμένος. Καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα κουρελιασμένα. Ὅλα ἐξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τί εἶναι μετάνοια; Ὁ Κύριος τρέχει νά συναντήσῃ τόν μετανοήσαντα υἱό. Τόν ἀγκαλιάζει καί τόν ἀσπάζεται καί ὅλος ὁ οὐρανός συγκινεῖται. Ὅλοι οἱ ἄγγελοι εὐφραίνονται. «Καί ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι» ἀναφέρεται στήν θαυμαστή περικοπή τοῦ Σωτῆρος. Γιά ποιό λόγο χαίρεσθε ἐσεῖς ἅγιοι ἄγγελοι, ἅγιοι ἀρχάγγελοι; Ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι παντοτινά πενθῆτε γιά τόν γήινο αὐτό κόσμο βλέποντας τά δικά σας πεσμένα ἀδέλφια, τούς ἀνθρώπους, πῶς πνίγονται μέσα στίς ἁμαρτίες καί τίς ἡδονές καί τά πάθη καί τούς διαφόρους θανάτους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιατί εὐφραίνεσθε; «Εὐφραινόμαστε γιά τήν ἀνάστασι, τήν ζωοποίησι τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ μας ἀνθρώπου, ὅτι νεκρός ἦν καί ἀνέζησε». Νεκρός ἦταν ὁ ἄσωτος υἱός, ὅταν ἦταν μακράν τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τῆς Ζωῆς, μακρυά ἀπό τόν οὐρανό. Ἰδού, ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν φαίνεται [ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀσώτου] στά μάτια ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις γι’ αὐτό χαίρονται, «ὅτι ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη». Πράγματι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέσα στίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, χάνει τόν ἑαυτό του, δηλαδή δέν ἔχει αὐτογνωσία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ.
«Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών», λέγει ὁ Σωτήρ. Ὁ ἄνθρωπος συνέρχεται, ὅταν σκεφθῇ τίνος εἶναι, δηλ. τοῦ Θεοῦ. Τό σῶμα σου τίνος εἶναι; Τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή καί αὐτή τοῦ Θεοῦ. Ὅλα δῶρα, δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ, ποιός εἶμαι σάν ἄνθρωπος; Τοῦ Θεοῦ, ὅλος τοῦ Θεοῦ! Τό σῶμα μου εἶναι δοξασμένο ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό τό ἐδημιούργησε ὁ Θεός, λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Καί τό σῶμα γιά τόν Κύριο, καί ἡ ψυχή γιά τόν Κύριο. Δοξάζομε τόν Κύριο καί μέ τό σῶμα καί μέ τήν ψυχή. Τοῦ Θεοῦ εἶναι καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Μή νομίζεις ὅτι εἶναι τίποτε δικό σου, ὄχι. Ὅλα εἶναι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Καί σύ εἶσαι αἰωνίως τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τότε μόνο, ὅταν ἐσύ τό συνειδητοποιῇς.
Λοιπόν ἡ ἁμαρτία; Δέν ἐπιτρέπει ὁ διάβολος στόν ἄνθρωπο νά συναισθανθῇ ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος ἐξουσιάζει μέ τήν καρδιά καί δέν ἀφήνει στόν ἄνθρωπο νά σκεφθῆ τόν Θεό, νά θυμηθῆ, ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶναι πλούσιος, ἀνεκδιήγητα πλούσιος. Ὅτι αὐτός εἶναι ἀδελφός τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Ὁ διάβολος ὅλα τά σκοτίζει, ὅλα τά ἀπομακρύνει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τά διαστρεβλώνει, καί τοῦ δίνει ψεύτικες ἡδονές μέσω τῶν ἁμαρτιῶν. Πράγματι ἔχει δίκαιο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει στόν Ἅγιο Ἐπίσκοπο καί μαθητή του, Ἀπόστολο Τίτο: «ἦμεν γάρ ποτέ καί ἠμεῖς ἀνόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τί λέει ὁ Ἀπόστολος. Πότε Ἅγιε Ἀπόστολε; Ὑποδουλωμένοι στίς διάφορες ἐπιθυμίες καί στά διάφορα πάθη, τότε εἴμασταν τρελλοί καί ἀνόητοι.

Δέν θέλει ὁ Κύριος διά τῆς βίας νά σέ ἀναστήση ἐκ τῶν θανάτων σου, νά σέ ἁρπάξη ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐσύ πρέπει πρῶτος νά τό πῆς στόν ἴδιο: «Κύριε, αὐτή ἡ ἁμαρτία μέ βασανίζει. Δέν τήν θέλω, ἔχει ὅμως ἐξουσία ἐπάνω μου. Ἐλευθέρωσε μέ!» Τότε γίνεται θαῦμα. Πάντα. Ποτέ ὁ Κύριος δέν ἀφήνει χωρίς ἀπάντησι τήν προσευχή, ἔστω καί τοῦ μεγαλυτέρου ἁμαρτωλοῦ. Δέν ὑπάρχει φρικτή ἁμαρτία γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀγρυπνεῖ ἐπάνω στή δική του συνείδηση, ἐπάνω στή ζωή του. Ξέρει ὁ ἄνθρωπος, ὅτι μετά τήν προσέλευση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ὅτι δέν ὑπάρχη ἁμαρτία, ἀπό τήν ὁποία ὁ Κύριος δέν μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθερώση. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νικήση, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά διώξη. Ὁ Κύριος δίνει τήν δύναμη. Μόνο κάνε τήν ἀρχή. Μόνο ἀναβόησε, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου». Ὅταν ἁμαρτάνης, ἁμαρτάνης ὄχι μόνο στόν Θεό, ἀλλά σ’ ὅλα τά οὐράνια κτίσματα, σ’ ὅλα τά ἐπίγεια κτίσματα. Ἁμαρτάνεις στά πουλιά, ἁμαρτάνης στά λουλούδια, τά δένδρα. Ἁμαρτάνεις σ’ ὅλα τά ζωντανά ὄντα. Ἡ ἁμαρτία εἶναι πραγματικά φοβερή, ἄνευ τῆς μετανοίας. Τόσο φοβερή, ὥστε νά σκοτώνη καί νά ρίχνη σ’ ἑκατό θανάτους. Νά ρίχνη στήν ἀγκαλιά τοῦ διαβόλου καί στήν αἰώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς ἀμφιβολία. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἦλθε σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Νά ἐξολοθρεύση τόν φοβερό δράκοντα, ὁ ὁποῖος λέγεται ἁμαρτία. Ἦλθε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί μᾶς ἔδωσε ὅλα τά μέσα νά ἐξολοθρεύσομε τήν ἁμαρτία, τήν κάθε ἁμαρτία. Ἐδημιούργησε τήν Ἐκκλησία Του ἐπάνω στή γῆ καί τῆς ἔδωσε ὅλες τίς οὐράνιες δυνάμεις, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλους τους θανάτους μέσα μας καί γύρω μας.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τά θαυμαστά Ἅγια Μυστήρια. Τό ἅγιο Βάπτισμα, τή Θεία Κοινωνία, τά ὁποία ἐξολοθρεύουν τήν ἁμαρτία. Μᾶς ἔδωσε καί τίς θαυμάσιες ἀρετές, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία, πραότητα καί ὅλες τίς ὑπόλοιπες εὐαγγελικές ἀρετές. Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει ἀπόγνωση στόν Χριστιανό ἄνθρωπο σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Ἅς ξυπνήση ὁ Ἀγαθός Θεός ὅλους τους ἀθέους, ὅλους τους ἀπίστους. Ἅς κτυπήση τόν καθένα μέ τόν κεραυνό τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους. Μέ τόν κεραυνό τοῦ Οὐρανίου Ἐλέους μέσα στή συνείδηση, μέσα στή ψυχή. Ἅς ξυπνήση ὁ καθένας καί πορευθῆ στήν οὐράνια πατρίδα του, στήν οὐράνια τράπεζα ἀνάμεσα στούς ἁγίους ἀδελφούς του, τούς ἀγγέλους. Ἅς ζήση ἐκεῖ μαζί τους διά τῆς αἰωνίας Θείας Ἀληθείας, αἰωνίας Θείας Διακαιοσύνης καί ὅλων τῶν αἰωνίων οὐρανίων χαρῶν.
Κύριε, Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο αὐτό. Σ’ εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀγαθή εἴδηση αὐτή. Γιατί δημιούργησες τόν ἄνθρωπο, νά μπορῆ νά νικήση κάθε ἁμαρτία καί κάθε διάβολο. Σέ Σένα δόξα καί εὐχαριστία, πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Ἀπὸ τὸ Γεροντικόν


Ρώτησαν τὸν Ἀββᾶ Λογγίνο:
- Ποιὰ ἀρετὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες;
Καὶ ἀπάντησε:
- Σκέφτομαι, ὅτι, ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα τὰ πάθη, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μπόρεσε νὰ ρίξει κάποιους (δηλαδὴ τὸν Ἑωσφόρο καὶ τὸ τάγμα του), ἔτσι καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές, γιατὶ κι ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ τάρταρα μπορεῖ ν᾿ ἀνεβάσει ἕνα ἄνθρωπο, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλὸς σὰν δαίμονας.
Νὰ γιατὶ ὁ Κύριος πρὶν ἀπ᾿ ὅλους μακαρίζει τοὺς «πτωχοὺς τῷ πνεύματι», (δηλαδὴ τοὺς ταπεινούς) (Ματθ. 5:3).
***
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Προτιμῶ ἧττα ποὺ θὰ συνοδεύεται ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, παρὰ νίκη ποὺ θὰ συνοδεύεται ἀπὸ ὑπερηφάνεια.
***
Ἕνας (ἄλλος) γέροντας εἶπε:
- Πολλὲς φορὲς ἡ ταπείνωση ἔσωσε πολλούς, καὶ μάλιστα ἄκοπα.
Κι αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύουν ὁ τελώνης καὶ ὁ ἄσωτος υἱός, ποὺ εἶπαν μόνο λίγα λόγια καὶ σώθηκαν (βλ. Λουκ. 18:13 - 15:21).
***
Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας εἶπε:
- Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη.
Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι, σὲ κάθε λόγο ποὺ ἀκοῦμε ἢ ἐργασία (ποὺ κάνουμε), νὰ λέμε (στὸν πλησίον):
«Συγχώρεσέ με».
Γιατὶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται ὅλα τὰ (πονηρὰ ἔργα) τοῦ ἐχθροῦ.
***
Ἡ ἀμμὰ Θεοδώρα ἔλεγε, πὼς οὔτε ἡ ἄσκηση οὔτε ἡ κακουχία οὔτε οἱ ὁποιοιδήποτε κόποι σῴζουν (τὸν ἄνθρωπο), παρὰ μόνο ἡ γνήσια ταπεινοφροσύνη. (Καὶ γιὰ ἐπιβεβαίωση διηγόταν τὸ ἑξῆς:)
- Ἦταν κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες. Καὶ τοὺς ἐξέταζε, γιὰ νὰ μάθει μὲ ποιὸν τρόπο βγαίνουν (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο). «Μὲ τὴ νηστεία;» τοὺς ρωτοῦσε. «Ἐμεῖς οὔτε τρῶμε οὔτε πίνουμε», ἀπαντοῦσαν ἐκεῖνοι.
«Μὲ τὴν ἀγρυπνία;». «Ἐμεῖς δὲν κοιμόμαστε καθόλου», ἔλεγαν.
«Μὲ τὴν ἀναχώρηση (ἀπὸ τὸν κόσμο);». «Ἐμεῖς ζοῦμε στὶς ἐρήμους», ἀποκρίνονταν.
Ἐπειδὴ ὁ γέροντας ἐπέμενε καὶ ἔλεγε, «Μὲ ποιὸν λοιπὸν τρόπο βγαίνετε;», ἐκεῖνοι ὁμολόγησαν:
«Τίποτα δὲν μᾶς νικάει, παρὰ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη».
***
Ὁ ἀββᾶς Σισώης ἔλεγε, ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ βάζουμε τὸν ἑαυτό μας πιὸ κάτω ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν Ἀββᾶ Κρόνιο:
- Μὲ ποιὸν τρόπο φτάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπεινοφροσύνη;
- Μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε ὁ γέροντας.
- Καὶ μὲ ποιὸν τρόπο φτάνει στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ; ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός.
- Κατὰ τὴ γνώμη μου, εἶπε ὁ γέροντας, μὲ τὸ νὰ περιμαζέψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε περισπασμὸ καὶ μὲ τὸ νὰ καταβάλλει σωματικοὺς κόπους καὶ μὲ τὸ νὰ θυμᾶται, ὅσο μπορεῖ, τὴν ἔξοδο (τῆς ψυχῆς του) ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.
***
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ὅποιος ἔχει ταπείνωση, ταπεινώνει τοὺς δαίμονες, καὶ ὅποιος δὲν ἔχει ταπείνωση, χλευάζεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες.

Ῥώτησαν ἕνα γέροντα:
- Γιατὶ χτυπιόμαστε τόσο πολὺ ἀπὸ τοὺς δαίμονες;
- Ἐπειδὴ πετᾶμε τὰ ὅπλα μας, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἐννοῶ τὴν ἀτιμία, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ὑπομονή.
Μιὰ φορὰ ἦρθαν κάποιοι στὴ Θηβαΐδα, σ᾿ ἕνα γέροντα, καὶ τοῦ ἔφεραν ἕνα δαιμονισμένο γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει. Καὶ ὁ γέροντας, (μολονότι ἀρχικὰ δὲν δεχόταν, θεωρώντας τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο, τελικά), ἐπειδὴ πολὺ τὸν παρακάλεσαν, λέει στὸ δαίμονα:
- Βγὲς ἀπὸ τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ!
- Βγαίνω, ἀποκρίθηκε ὁ δαίμονας. Ἀλλὰ σὲ ρωτάω ἕνα πρᾶγμα καὶ ἀπάντησέ μου: Ποιοὶ εἶναι τὰ «ἐρίφια» καὶ ποιοὶ τὰ «πρόβατα» (Ματθ. 25:31-33);
- Τὰ «ἐρίφια» εἶμαι ἐγώ, ἀπάντησε ὁ γέροντας. Ὅσο γιὰ τὰ «πρόβατα», ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει.
Μόλις ἄκουσε (αὐτὰ τὰ λόγια) ὁ δαίμονας, κραύγασε:
- Νά, γιὰ τὴν ταπείνωσή σου βγαίνω!
Καὶ βγῆκε (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο) τὴν ἴδια ὥρα.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Μοναχός καὶ Ἱεραποστολή

Μοναχός και Ιεραποστολή
(π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου)

Προς το Περιοδικό «Αθωνικοί Διάλογοι»
Αθήνα 15η Σεπτεμβρίου 1980

Αγαπητοί αδελφοί, 

Πριν από μήνες βρέθηκα σε κάποια Ιερά Μονή, που βρίσκεται μακριά από την Αθήνα. Την ίδια μέρα έτυχε να έρθει εκεί και μια μικρή ομάδα εκδρομέων από την Αθήνα. Όλοι ήταν ευσεβείς επιστήμονες, άλλοι άγαμοι και νεαροί, και άλλοι οικογενειάρχες. Στην Τράπεζα, μετά την ανάγνωση, ανοίχτηκε συζήτηση. Σ' αυτήν τέθηκε από κάποιον το ερώτημα: « Τι προσφέρει στην ταλαιπωρούμενη Κοινωνία ο Μοναχισμός; Δεν θα ήταν προτιμότερο οι Μοναχοί να βρίσκονται, ως άγαμοι Κληρικοί ή ως λαϊκοί Ιεροκήρυκες, στον κόσμο και να ασκούν ιεραποστολικό έργο;»

Ο Ηγούμενος στράφηκε στην ταπεινότητά μου και με παρακάλεσε να αναλάβω εγώ την απάντηση στο ερώτημα. Η ομιλία μου εκείνη στην Τράπεζα, αν και πρόχειρη και αυτοσχέδια και χωρίς καμία προετοιμασία, κατά την ταπεινή μου άποψη προσφέρει κάποια συμπληρώματα στο άρθρο «Ορθόδοξος Μοναχισμός και Ιεραποστολή», που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό σας (φύλλο Απριλίου – Ιουνίου ε.έ.). Σας την αποστέλλω αυτούσια και αν νομίζετε ότι περιέχει κάτι «σιγής κρείττον», να την δημοσιεύσετε.
Μετά της εν Κυρίω αγάπης
«Οι Κληρικοί που εργάζονται στον κόσμο προσφέρουν σπουδαιότατο έργο το οποίο κανένας δεν επιτρέπεται να υποτιμά και να περιφρονεί. Είναι όργανα της Χάριτος. Είναι "υπηρέτες Χριστού και οικονόμοι Μυστηρίων Θεού". Συνεχίζουν στους αιώνες το έργο των αγίων Αποστόλων. Κηρύττουν Χριστόν Εσταυρωμένον και Αναστάντα, διδάσκουν μετάνοια και άφεση αμαρτιών "επί τω ονόμα­τι Αυτού". Μέσω της διδασκαλίας και της τέλεσης των αγίων Μυστηρίων οδηγούν πλήθος ανθρώπων στην ανέσπερη Βασιλεία του Θεού. "Χωρίς τούτων Εκκλησία ου καλείται", κατά τον θείον Ιγνάτιο (Τραλλ. Γ', 1). Αλλά αν δεν επιτρέπεται να υποτιμάται η αποστολή και το έργο των Κληρικών που διακονούν στον κόσμο (και των ζηλωτών και χαρισματούχων λαϊκών), εξ ίσου δεν επιτρέπεται να υποτιμάται η αποστολή και το έργο των Μοναχών. Την Εκκλησία την οδηγεί αλάνθαστα το Πνεύμα το Άγιο. Αν ο Μοναχισμός ήταν βάρος περιττό και άχρηστο, αν ήταν μία κατάσταση χωρίς ουσία και νόημα, δεν θα γίνονταν θεσμός στην Εκκλησία, δεν θα ασχολούνταν με αυτόν άγιες Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι, δεν θα έγραφαν για αυτόν μεγάλοι και θεοφόροι Πατέρες. Αν ο Μοναχισμός δεν ήταν "έργον Θεού", αν δεν ήταν "καρπός του Αγίου Πνεύματος", αν δεν ήταν "φυτεία ην εφύτευσεν ο Πατήρ", θα αποβάλλονταν, όταν εμφανίστηκε, από τον Οργανισμο της Εκκλησίας ως "ξένον σώμα". Αλλ' ο Μοναχισμός βλάστησε στο "χωράφι" του, την αγιωτάτη Εκκλησία, και σε αυτό ανδρώθηκε και καρποφόρησε, ακριβώς διότι ήταν "φυτεία Θεού". Αμφισβήτηση της αξίας του Μοναχισμού είναι αδιανόητη από Ορθόδοξη σκοπιά. Κάθε καταφορά εναντίον του, ως "θεσμού", είναι καθαρή θεομαχία. Και εγώ, αδελφοί μου, ανήκω στους Κληρικούς που διακονούν στον κόσμο. Αλλ' σαν ευπειθές τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας οφείλω να ακολουθώ τη διδασκαλία της και να μην αμφισβητώ ή, πολύ περισσότερο, να επικρίνω ό,τι εκείνη, "υπό Πνεύματος Αγίου φερομένη", επικρότησε και εναγκαλίστηκε. Αγνοούμε ότι το Αγιολόγιό μας βρίθει Μοναχών; Οι Μάρτυρες και οι Μοναχοί (Μάρτυρες και αυτοί "τη προαιρέσει") απαρτίζουν τα οκτώ ή ίσως και τα εννέα δέκατα του "Καταλόγου" των αγίων μας! Δεν είμαστε εμείς θεολογικότεροι και σοφότεροι από την Εκκλησία. Δεν γνωρίζουμε καλύτερα από αυτήν τί συμβιβάζεται και τί δεν συμβιβάζεται προς το πνεύμα του Ευαγγελίου. Ο αρνούμενος τον Μοναχισμό, επειδή τάχα δεν συμβιβάζεται προς το πνεύμα του Χριστιανισμού, καθίσταται αιρετικός, διότι θέτει τον εαυτό του υπεράνω της αυθεντίας της Εκκλησίας. Κανείς δεν επιβάλλει στον έναν ή τον άλλον να γίνει Μοναχός. Αν κάποιος έχει πόθο (αλλά και κλήση!) να διακονήσει την Εκκλησία στον κόσμο, το έργο είναι ιερό και ο δρόμος ανοιχτός και κανείς δεν τον εμποδίζει. Όσοι όμως έχουν την έφεση να τραπούν προς τον Μονα­χισμό, ας μη δεχθούν τις επιθέσεις μας, ας μη συναντήσουν τα εμπόδιά μας. Αγία η επιθυμία τους και μακαρία η επιλογή τους. Το Πνεύμα το Άγιο διαιρεί τα χαρίσματα "ιδία εκάστω καθώς βούλεται".

Δεν θα αναπτύξω εδώ την αξία του Μοναχισμού, ως "τελειοτάτης οδού θεώσεως", στηριζόμενος, όχι βεβαίως στην ανύπαρκτη πείρα μου, αλλά στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Δεν θα μιλήσω για τους κοπιώδεις και πραγματικά ηρωικούς αγώνες των Μοναχών για κάθαρση από "ψεκτών παθών", των οποίων αγώνων εμείς που ζούμε στον κόσμο δεν έχουμε καμία ή ελαχίστη "γεύση". Δεν θα πω τίποτε για την ασίγητο λατρεία του Τριαδικού Θεού, η οποία τελείται στις ιερές Μονές και στην καρδιά κάθε Μονάχου. Δεν θα επισημάνω τα "ουράνια χαρίσματα", τα οποία πολλοί Μοναχοί αξιώθηκαν. Θα σταθώ σε ένα και μόνο σημείο, το οποίο έχει άμεση σχέση με το ερώτημα που υποβλήθηκε. Και θα τολμήσω να ισχυρισθώ ότι ο Μοναχός προσφέρει πολλά «στην ταλαιπωρούμενη Κοινωνία»! Θα τολμήσω να ισχυρισθώ ότι ο Μοναχός, κάθε Μοναχός, (εννοείται, αληθινός Μοναχός,) είναι ιεραπόστολος! Είπα "κάθε Μοναχός", διότι πρόθεσή μου δεν είναι να περιορίσω την ιδιότητα του ιεραποστόλου μόνο στους Μοναχούς εκείνους, οι οποίοι, έχοντας και το Χάρισμα της Ιεροσύνης, εξέρχονται από την ιερή τους Μάνδρα και, με την άδεια των Επισκόπων, περιοδεύουν στις πόλεις και τα χωριά, διδάσκοντας και εξομολογώντας, ούτε σε εκείνους, οι οποίοι, έχοντας συγγραφικό χάρισμα, μερικές φορές σπάνιας δύναμης, εκδίδουν θαυμάσια βιβλία και με αυτά οικοδομούν χιλιάδες ψυχές και μάλιστα για ολόκληρες γενιές, ως π.χ. ο άγιος Νικόδημος. Εγώ, αδελφοί μου, πιστεύω -και μη θεωρήσετε ότι μιλάω παράδοξα, διότι θα δικαιολογήσω την πίστη μου αυτή- ότι ιεραπόστολοι είναι και οι Μοναχοί εκείνοι, οι οποίοι ποτέ δεν βγήκαν έξω από τον περίβολο της Μονής τους ούτε έγραψαν κάποια σελίδα. -Εννοείς την προσευχή, θα πουν μερικοί από σας. Βεβαίως εννοώ και την προσευχή, αλλ' όχι μόνο την προσευχή. Η δύναμη της προσευχής και μάλιστα της προσευχής ανθρώπων που έχουν "βίον Θεώ κεκαθαρμένον ή καθαιρόμενον", ανθρώπων "πολλήν προς Θεόν κεκτημένων παρρησίαν", είναι πανίσχυρη. Ένα "καρδιοστάλακτον δάκρυον" αγιασμένης ύπαρξης είναι δυνατόν να φέρει αποτελέσματα για τα οποία θα απαιτούνταν πολλά κηρύγματα και πολλά βιβλία. Η προσευχή θαυματουργεί. "Πολύ ισχύει δέησις, δικαίου ενεργουμένη. Ηλίας άνθρωπος ην ομοιοπαθής ημίν, και προσευχή προσηύξατο του μη βρέξαι, και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας εξ. και πάλιν προ­σηύξατο και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής" (Ιακ. ε', 16 κ.ε.). Δεν απευθύνομαι σε απίστους ή σε θρησκευτικώς αδιάφορους. απευθύνομαι σε πιστούς. Και γι' αυτό δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ εν προκειμένω. Όλοι αποδεχόμαστε την δύναμη της προσευχής, όλοι γνωρίζουμε τα σωτήρια αποτελέσματά της. Επομένως όλοι πρέπει να βλέπουμε σαν μεγάλη προσφορά προς τον κόσμο τις προσευχές των Μοναχών. Σκεφτείτε! Δεν υπάρχει ώρα, δεν υπάρχει στιγμή του εικοσιτετραώρου, κατά την οποίαν να μη αναβαίνουν θερμές ικεσίες προς τον Θρόνο του Δυνατού. Καθ' όλο το εικοσιτετράωρο ο Θεός "πολιορκείται" από πύρινες και δακρύβρεκτες δεήσεις "να ελεήσει" και "να σώσει" τον κόσμο. Και όταν εμείς εργαζόμαστε και όταν τρώμε και όταν κοιμόμαστε, κάποιοι προσεύχονται για μας, κάποιοι "σχολάζουν" και αγρυπνούν και, με αγωνία ψυχής, κραυγάζουν το "Κύριε, ελέησον!". Μικρή είναι αυτή η προσφορά; Επισκέφθηκα πριν χρόνια μεγάλη γυναικεία Μονή. Μεταξύ των μοναζουσών, τις οποίες γνώριζα, ήταν και μία σχεδόν αιωνόβια. Ύπαρξη ολιγογράμματη, αλλά αγιασμένη. Λόγω του γήρατος δεν σηκωνόταν πλέον από το κρεβάτι. Κλαίγοντας μου είπε το... παράπονό της: "Αχ, αυτή η Γερόντισσα! Την παρακαλώ να μου δίνει δουλειά να κάμω εδώ επάνω στο κρεβάτι, αφού δεν μπορώ να σηκωθώ αν δεν με κρατούν, και αυτή δεν μου δίνει. Μπορώ να τυλίγω κουβάρια. Δεν με αφήνει όμως. Μου λέει ότι δούλεψα ογδόντα χρόνια στο Μοναστήρι. (Είχε μεταβεί εκεί σε ηλικία 16 ετών). Αλλά έτσι εγώ τρώω δωρεάν το ψωμί μου. Δουλεύουν άλλες και ταΐζουν έμενα. Τί να κάμω όμως; Η Γερόντισσα δεν υποχωρεί. Στενοχωρήθηκα τόσο που δεν ήθελα να τρώω. Αλλά μετά σκέφθηκα κάτι και αναπαύθηκα. Σκέ­φθηκα να κάμω συνέχεια προσευχή για όλους. Έτσι μου φαίνεται σαν να δουλεύω και εγώ. Βλέπεις αυτό το κομποσχοίνι; (Μου έδειξε κομποσχοίνι που είχε πολύ μεγάλους κόμπους). Δεν το αφήνω καθόλου από τα χέρια μου μέρα-νύκτα, εκτός από δύο-τρεις ώρες που κοιμάμαι. Κάνω συνέχεια προσευχή για την Γερόντισσα και για τις Καλογριές που δουλεύουν για να τρώω εγώ. Αλλά κάνω και για όλους. Για τον Δεσπότη μας και για τους άλλους Αρχιερείς, για τους Ιερείς, για τους Κήρυκες, για τους Άρχοντες, για τους Δικαστές, για το Στρατό, για τους Χωροφύλακες, για τους Δασκάλους, για τους Μαθητές, για τις χήρες, για τα ορφανά, για όλους όσους θυμηθώ. Έτσι αισθάνομαι λιγότερο βάρος στην ψυχή μου που τρώω δίχως να δουλεύω...". Δακρύζω όσες φορές φέρω στην μνήμη μου την σκηνή αυτή. Από τότε δεν ξαναείδα την οσία εκείνη Μοναχή. Μετά από λίγους μήνες έφυγε σε άλλους κόσμους, για να συνεχίζει από εκεί τις "εκ βαθέων" προσευχές της "για όλους όσους θυμηθεί" (ελπίζω και για μένα...), αν και πλέον δίχως το χοντρό κομποσχοίνι της, το οποίο τάφηκε μαζί με το ιερό σκήνωμά της...

Αλλά η προσευχή είναι από του τρόπους ο πρώτος με τον οποίο ο Μοναχός ασκεί Ιεραποστολή, δηλαδή βοηθάει τις ψυχές να σωθούν. Υπάρχουν δύο ακόμη τρόποι, αδελφοί μου.

Ο δεύτερος: Πού υπήρξε Μοναστήρι και δεν έγινε πόλος έλξης των ανθρώπων; Πού υπήρξε ερημίτης και δεν έφθασαν ως εκεί, "εν σπηλαίοις και όρεσι και ταις οπαίς της γης", στρατιές επισκεπτών ζητώντας από αυτόν είτε "λόγον παρακλήσεως" είτε και μόνη την θέα του προσώπου του, που διδάσκει πολλά και οικοδομεί μεγάλα; Κι αυτά όχι μόνο στην παλιά εποχή, αλλά και στις μέρες μας. Πόσοι "κοπιώντες και πεφορτισμένοι" οδοιπόροι του βίου δεν καταφεύγουν στις ιερές Μονές, για να βρουν λίγη γαλήνη ψυχής; Πόσοι δεν ωφελούνται από την υποβλητική ατμόσφαιρα, η οποία επικρατεί εκεί κατά τις ιερές Ακολουθίες; Πόσοι άπιστοι ή και θρησκευτικώς αδιάφοροι, που επισκέπτονται για λόγους τουριστικούς τα ιερά του Μοναχισμού Σκηνώματα, δεν αισθάνονται σκιρτήματα στην καρδιά τους από όσα βλέπουν εκεί; Πολλές φορές ήταν αρκετή μία επίσκεψη για να τεθεί σε δοκιμασία η απιστία ή η αδιαφορία τους. Ακόμα περισσότερο: Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες αισθάνθηκαν τον εσωτερικό τους κόσμο να σείεται, κατά τις οποίες υπέστησαν την "καλήν αλλοίωσιν", κατά τις οποίες έφυγαν από τις ιερές Μονές, μετά από ολιγοήμερη ή ολιγόωρη παραμονή, αναγεννημένοι! Κάθε Μοναστήρι αποτελεί αληθινή Όαση στην κατάξερη έρημο της παρούσας ζωής, και μάλιστα της σύγχρονης... Ειδικότερα για τις γύρω πόλεις και τα γύρω χωριά κάθε Ιερή Μονή αποτελεί πνεύμονα οξυγόνου, οξυγόνου πνευματικού. Το δε Άγιο Όρος αποτελεί "πνεύμονα οξυγόνου" για όλη την Ελλάδα. τί λέω; Για όλη την Οικουμένη! Ας μη βγαίνουν οι Μοναχοί στον κόσμο. Πορεύεται ο κόσμος προς αυτούς. Ας κρύβονται μέσα σε περιμαντρωμένους χώρους οι Μοναχοί. Το φως τους ακτινοβολεί και φωτίζει τα γύρω. Μερικές φορές φωτίζει και τα πολύ μακριά. Ας μη λένε πολλά. Υπάρχει και "η σιωπηλή ευγλωττία του αγίου βίου". Αδελφοί, ας υπάρχουν Μοναστήρια! Μόνον ας ευχόμαστε να είναι άξια του προορισμού τους. Και τότε, κατά μία θεϊκή νομοτέλεια, γίνονται αυτομάτως και ιδιότυπα ιεραποστολικά κέντρα, αποβαίνουν πνευματικοί Φάροι, καθίστανται ψυχικές Οάσεις, μεταβάλλονται σε θεία Πανδοχεία πολλών "περιπεσόντων λησταίς"... Σε πάρα πολλά έχει να ωφεληθεί ο κόσμος από τα Μοναστήρια.

Ο τρίτος: Ο Μοναχός, κι αν σιωπά, κι αν κρύβεται, είναι το πλέον κραυγαλέο κήρυγμα. Κήρυγμα όχι με λόγια, αλλά με πράξεις. Κήρυγμα ισχυρό και συγκλονιστικό. Τί κηρύσσουν, αδελφοί μου, οι ιεραπόστολοι, δηλαδή οι εργάτες της Εκκλησίας μας, στα κηρύγματά τους; Τί γράφουν στα βιβλία τους; Ποια είναι τα θέματά τους; Τί μας προτρέπουν; Να αγαπάμε τον Θεό, να προσευχόμαστε, να πολεμάμε τις κακίες μας, να μετέχουμε στ άγια Μυστήρια, να μετανοούμε για τις αμαρτίες μας, να είμαστε ταπεινοί, να μην προσκολλόμαστε στα υλικά αγαθά, να έχουμε το πολίτευμα εν ουρανοίς κ.τ.λ. κ.τ.λ. Αλλά τα ίδια ακριβώς δεν κηρύσσει και ο Μοναχός όχι με τα λόγια του, αλλά με τα έργα του, με το παράδειγμά του; Αποφασίζω να γίνω Μοναχός, αληθινός Μοναχός, σημαίνει: Η αγάπη του Θεού, ο θείος έρως, κατατρώγει την ύπαρξή μου. (Εννοείται ότι μια τέτοια αγάπη συναντάται μεν κυρίως και κατ' εξοχήν στους Μοναχούς, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι μόνο και αποκλειστικά ο Μοναχός έχει τέτοια αγάπη και κανείς ανεξαιρέτως άλλος. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός θα αποτελούσε μονομέρεια απαράδεκτη σύμφωνα με την Ορθοδοξία. Το Πνεύμα το Άγιο, είπαμε, διαιρεί όπως θέλει τα χαρίσματα. Ο Ιωάννης της Κροστάνδης π.χ. ήταν "κοσμικός" Ιερέας. Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί τον πυριφλεγή θεϊκό έρωτα της αγιασμένης καρδιάς του;). Η προσευχή είναι το νερό και το οξυγόνο της ψυχής μου. Τα Μυστήρια της Εκκλησίας είναι η καθημερινή τροφή μου. Η μετάνοια είναι υπόθεση όλης μου της ζωής. Το "εγώ μου" καταδικάστηκε σε θάνατο. Περιφρονώ τα υλικά αγαθά. "Ηγούμαι πάντα σκύβαλα ίνα Χριστόν κερδίσω". Πλούτος, ευμάρεια, αξιώματα, τιμές και δόξες, δεν με συγκινούν. Τα αντιπαρέρχομαι και προσηλώνω ατενώς το βλέμμα μου στην Άνω Ιερουσαλήμ...

Όταν λοιπόν ακούσεις ότι ο φίλος σου, ο γείτονάς σου, ο συγγενής σου, ο γνώριμός σου, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και αποσύρθηκε σε Μοναστήρι, δεν είναι σαν να ακούς ένα ηχηρότατο και εκκωφαντικό κήρυγμα για όλα τα παραπάνω, αν μάλιστα αυτός που αναχώρησε είχε αξιόλογα προσόντα και μπορούσε να έχει πολλές "επιτυχίες" στην παρούσα ζωή; Ο φίλος σου φεύγει σιωπηλά. Δεν σε είδε πριν φύγει, δεν σε αποχαιρέτισε. Η πράξη του όμως, πράξη ηρωική, πράξη μεγάλης θυσίας για την αγάπη του Θεού, μιλάει από μόνη της. Ο ήχος των βημάτων της αναχώρησής του αντηχεί ευκρινέστατα. Και δεν θα σβήσει ποτέ. Θα τον ακούς σε όλη σου την ζωή. Ας μη δεις πάλι τον φίλο σου. Ή και ας μάθεις ότι πέθανε. Η ενθύμησή του δεν θα σε αφήσει ήσυχο. Θα σου φέρνει αδιαλείπτως σωτήρια ταραχή και αγία ανησυχία. Θα σε ελέγχει συνεχώς. Εγώ, θα σκέπτεσαι, δυσκολεύομαι να νηστεύσω Τετάρτη και Παρασκευή, ενώ εκείνος... Εγώ δεν κοινώνησα ούτε το Πάσχα εφέτος, ενώ εκείνος... Εγώ μόλις και μετά βίας λέω δύο λόγια προσευχής, ενώ εκείνος... Εγώ μαζεύω χρήματα πολλά και σχηματίζω μεγάλη περιουσία και τρέμω να δώσω λίγα στους φτωχούς, ενώ εκείνος... Εγώ ψεύδομαι και κολακεύω για να πετύχω κοινωνική άνοδο, ενώ εκείνος... Εγώ διψώ για τιμές και δόξες, ενώ εκείνος... Εγώ κόλλησα στη γη, ενώ εκείνος...

Αλλά και άπιστος αν είσαι ή θρησκευτικώς αδιάφορος, η πράξη του φίλου ή του γνωστού σου, πέρα από την κατάπληξη την οποία θα σου προξενήσει, θα διαβρώνει ακατάπαυστα τα θεμέλια της απιστίας ή της αδιαφορίας σου. Θα σκέπτεσαι την πράξη αυτή σε στιγμές νηφαλιότητας ή και σε στιγμές πικρίας και απογοήτευσης από "των του κόσμου τερπνών" και θα ακούς μία φωνή να σε ρωτά: Μία πίστη, που εμπνέει τέτοιες θυσίες, μήπως δεν είναι απλό πλάσμα της φαντασίας; Μία πίστη που σε κάνει ευτυχισμένο, όταν εσύ αρνείσαι τα πάντα και απορρίπτεις ό,τι οι άλλοι θεωρούν σπουδαίο, δηλ. ηδονές, χρήματα, ανέσεις, προβολή, δόξα κ.τ.λ., μήπως έχει την αλήθεια; Μήπως δεν τελειώνουν όλα εδώ; Μήπως υπάρχει ζωή μετά θάνατον; Μήπως αυτό που έκανε ο φίλος σου, ο τόσο άλλωστε συνετός και ευφυής, δεν είναι μία ηρωική "τρέλλα", αλλά μία πολύ "επικερδής επιχείρηση"; Μήπως βρήκε όντως τον "πολύτιμον Μαργαρίτην", για τον οποίο μιλάει κάποιο βιβλίο που ονομάζεται Ευαγγέλιο;...

Αυτά και άλλα παρόμοια θα κηρύττει σε μεγάλο αριθμό προσώπων το παράδειγμα του Μοναχού. Ποιος θα ισχυριστεί ότι το σιωπηλό αυτό, αλλά και τόσον βροντόφωνο, "κήρυγμα", δεν "σπάζει κόκκαλα" όπως λέγεται; Δεν είναι κήρυγμα θεωρητικό. είναι κήρυγμα έμπρακτο. Δεν διαρκεί λίγα λεπτά. Χτυπάει τα αυτιά σου συνεχώς και ακατάπαυστα. Κυριολεκτικά σε καταδιώκει! Ο Μοναχός, "λαμβάνων τον Σταυρόν και α­κολουθών τω Χριστώ ΠΡΑΤΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΕΙ -και διδάσκει μεγαλοφωνότατα— υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ. επιμελείσθαι δε ψυχής πράγματος αθανάτου".

Είναι λοιπόν ή δεν είναι, μόνο με το παράδειγμά του, σαλπιγκτής της Αιωνιότητας ο Μοναχός; Είναι ή δεν είναι οδοδείκτης του Ουρανού; Είναι ή δεν είναι ιεροκήρυκας και ιεραπόστολος;...»

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ποίημα

Ποίημα Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
Αρχή πάντων και τέλος ποιού Θεόν.
Βίου το κέρδος, εκβιούν καθ΄ ημέραν.
Γίνωσκε πάντα των καλών τα δράματα.
Δεινόν πένεσθαι, χείρον δ΄ ευπορείν κακώς.
Ευεργετών νόμιζε μιμείσθαι Θεόν.
Ζήτει Θεού σοι χρηστότητα χρηστός ών.
Η σάρξ κρατείσθω και δαμάσθω καλώς.
Θυμόν χαλινού, μη φρενών έξω πέσεις.
΄Ιστη μεν όμμα, γλώσσα δε στάθμην  έχοι.
Κλείς ωσί κείσθω, μηδέ πορνεύοι γέλως.
Λύχνος βίου σοι παντός ηγείσθω λόγος.
Μη σοι το είναι τω δοκείν υπορρέοι.
Νόει τα πάντα, πράσσε δ΄ ά πράσσειν θέμις.
Ξένον σεαυτόν ίσθι, και τίμα ξένους.
΄Οτ΄ ευπλοείς, μάλιστα μέμνησο ζάλης.
Πάντ΄ ευχαρίστως δεί δέχεσθαι τα εκ Θεού.
΄Ράβδος δικαίου πλείον, ή τιμή κακού.
Σοφών θύρας έκτριβε, πλουσίων δε μη.
Το μικρόν ου μικρόν, όταν εκφρέρη μέγα.
΄Υβριν χαλινού, και μέγας έση σοφός.
Φύλασσε σαυτόν, πτώμα δ΄ άλλου μη γέλα.
Χάρις φθονείσθαι, το φθονείν δ΄  αίσχος μέγα.
Ψυχή θύοιτο μάλλον ή το πάν Θεώ.
΄Ω τις φυλάξει ταύτα, και σωθήσεται;