Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Από τον Άγιο Σιλουανό!

Ὅλοι ἐπιθυμοῦν τὴν εἰρήνη, μὰ δὲν ξέρουν πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ὁ Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε ἀπὸ θυμὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Παΐσιε, ἂν θέλεις νὰ μὴν ὀργίζεσαι, μὴν ἐπιθυμεῖς τίποτε, μὴ κρίνεις καὶ μὴ μισήσεις κανένα καὶ θὰ ἔχεις τὴν εἰρήνη». Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος ποὺ κάνει τὸ θέλημά του νὰ ὑποχωρεῖ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, θὰ εἶναι πάντα εἰρηνικὸς στὴν ψυχή. Ὅποιος ὅμως ἀγαπᾶ νὰ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸς δὲν θἄχει εἰρήνη.

Ψυχὴ ποὺ παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑποφέρει εὔκολα κάθε θλίψη καὶ κάθε ἀσθένεια· γιατὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀσθένειας παραμένει στὴ θέα τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται: «Κύριε, Σὺ βλέπεις τὴν ἀσθένειά μου. Ἐσὺ ξέρεις πόσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύνατος εἶμαι· βοήθησε μὲ νὰ ὑπομένω καὶ νὰ εὐχαριστῶ τὴν ἀγαθότητά Σου». Καὶ ὁ Κύριος ἀνακουφίζει τὸν πόνο καὶ ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται τὴν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καὶ μένει κοντὰ στὸν Θεὸ γεμάτη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη.

Ἂν ὑποστεῖς καμιὰν ἀποτυχία, σκέψου: «Ὁ Κύριος βλέπει τὴν καρδιά μου καὶ ἂν εἶναι θέλημά Του, ὅλα θὰ εἶναι γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό μου καὶ τῶν ἄλλων». Ἔτσι ἡ ψυχή σου θὰ ἔχει πάντα εἰρήνη. Ἀλλ᾿ ἂν ἀρχίζει κανεὶς νὰ παραπονεῖται: αὐτὸ δὲν εἶναι καλό, ἐκεῖνο δὲν εἶναι ὅπως πρέπει, τότε ποτὲ στὴν ψυχή του δὲν θὰ ὑπάρχει εἰρήνη, ἔστω κι ἂν νηστεύει καὶ προσεύχεται πολύ…

… Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ κι ἔτσι μποροῦμε νὰ μὴ φοβόμαστε τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία· γιατὶ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας χάνεται ἡ χάρη καὶ χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἐχθρὸς παρασύρει τὴν ψυχή, ὅπως παρασύρει ὁ ἄνεμος τὰ ξερὰ φύλλα ἢ τὸν καπνό. …

… Τὸ κατόρθωνε γιατὶ ἀγαποῦσε τὸν λαὸ καὶ δὲν ἔπαυε νὰ προσεύχεται γι᾿ αὐτόν:
«Κύριε, δῶσε τὴν εἰρήνη Σου στὸν λαό Σου».

«Κύριε, δῶσε στοὺς δούλους Σου τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο, γιὰ νὰ θάλπει τὶς ψυχές τους μὲ τὴν ἀγάπη Σου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ σ᾿ ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ σὲ κάθε ἀγαθό». …

… Ἔτσι, προσευχόμενος συνεχῶς γιὰ τὸν λαό, διαφύλασσε τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἐμεῖς τὴν στερούμαστε, γιατὶ δὲν ὑπάρχει μέσα μας ἀγάπη γιὰ τὸν λαὸ. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ποθοῦσαν τὴν σωτηρία τοῦ λαοῦ καὶ, ὅταν βρίσκονταν ἀνάμεσα σ᾿ ἀνθρώπους, προσεύχονταν διακαῶς γὶ᾿ αὐτούς. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς ἔδινε τὴ δύναμη ν᾿ ἀγαποῦν τὸν λαὸ. Κι ἐμεῖς, ἂν δὲν ἀγαποῦμε τὸν ἀδελφό, δὲν θὰ ἔχομε εἰρήνη. …

… Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιὰ ἕνα μαθητή του ποὺ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ἐνῶ λοιπὸν προσευχόταν, τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε: «Παΐσιε, γιὰ ποιὸν παρακαλεῖς ; Δὲν ξέρεις πῶς μ᾿ ἔχει ἀρνηθεῖ ;» Ὁ Παΐσιος ὅμως ἐσυνέχιζε νὰ λυπᾶται τὸν μαθητή του καὶ τότε τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Παΐσιε, ἔγινες ὅμοιος μὲ μένα στὴν ἀγάπη».
Ἔτσι ἀποκτᾶται ἡ εἰρήνη καὶ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος. …

… Ψυχὴ ἁμαρτωλή, αἰχμάλωτη στὰ πάθη, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Κυρίῳ, ἔστω κι ἂν ἔχει ὅλα τὰ πλούτη τῆς γῆς, ἔστω κι ἂν βασιλεύει σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν σ᾿ ἕνα τέτοιο βασιλιὰ, τὴν ὥρα ποὺ διασκεδάζει σὲ συμπόσιο μὲ τοὺς πρίγκιπές του καθισμένος στὸ θρόνο του δοξασμένος, ἂν τοῦ ποῦμε ξαφνικά: «Βασιλιὰ, πεθαίνεις σὲ λίγο», τότε ἡ ψυχή του θὰ ταραζόταν, θὰ ἔτρεμε ἀπὸ τὸ φόβο καὶ θὰ ἔβλεπε τὴν ἀδυναμία του.

Πόσοι ὅμως ὑπάρχουν φτωχοὶ, ἀλλὰ πλούσιοι σὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, ποὺ ἂν τοὺς ἔλεγαν: «Τώρα πεθαίνεις», θὰ ἀπαντοῦσαν εἰρηνικά: «Ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος, γιατὶ μὲ θυμήθηκε καὶ θέλει νὰ μὲ πάρει ἐκεῖ, ὅπου πρῶτος μπῆκε ὁ ληστής». …

… Δόξα Σοι, Κύριε, γιατὶ τώρα ἔρχομαι σὲ Σένα καὶ θὰ βλέπω αἰώνια μὲ εἰρήνη καὶ ἀγάπη τὸ Πρόσωπό Σου. Τὸ ἱλαρὸ, πράο βλέμμα Σου αἰχμαλώτισε τὴν ψυχή μου καὶ αὐτὴ λιώνει γιὰ Σένα». …

… Ἂν ὅμως συνηθίσομε νὰ προσευχόμαστε θερμὰ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς ἀγαποῦμε, θὰ παραμείνει γιὰ πάντα ἡ εἰρήνη στὶς καρδιές μας.

Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη ἡ ψυχή, ἂν δὲν μελετᾶ μέρα καὶ νύχτα τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ αὐτὸς ὁ νόμος γράφτηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πηγαίνει ἀπὸ τὴ Γραφὴ στὴν ψυχή. Κι ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται γλυκύτητα καὶ εὐχαρίστηση γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν θέλει πιὰ ν᾿ ἀγαπᾷ τὰ ἐπίγεια, γιατὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὰ ἐπίγεια ἐρημώνει τὸν νοῦ. Ἡ ψυχὴ τότε καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀθυμία, ἀγριεύει καὶ παύει νὰ προσεύχεται. Κι ὁ ἐχθρός, βλέποντας πῶς ἡ ψυχὴ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν σαλεύει καὶ εὔκολα συγχύζει τὸν νοῦ μὲ διάφορους ἄτακτους λογισμοὺς κι ἔτσι περνᾶ ὁλόκληρη τὴ μέρα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει καθαρὰ τὸν Κύριο.

Ὅποιος ἔχει μέσα του τὴν εἰρήνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σκορπίζει εἰρήνη καὶ στοὺς ἄλλους. Ὅποιος ὅμως ἔχει μέσα του πνεῦμα κακὸ, σκορπᾶ καὶ στοὺς ἄλλους τὸ κακό. …

… Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος ὑποφέρει ὁ ἴδιος μεγάλο μαρτύριο ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφανείας του. Ὁ ὑφιστάμενος, ὅποιος κι ἂν εἶναι, πρέπει νὰ τὸ καταλαβαίνει καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν ψυχικὰ ἄρρωστο προϊστάμενό του καὶ τότε ὁ Κύριος, βλέποντας τὴν ὑπομονή του, θὰ τοῦ δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ. Εἶναι μέγα ἔργον ἐνώπιόν του Θεοῦ τὸ νὰ προσεύχεται κανεὶς γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀδικοῦν καὶ τὸν προσβάλλουν. Ἐξαιτίας αὐτοῦ θὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος τὴ χάρη καὶ θὰ γνωρίσει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν Κύριο. Κι ἔτσι θὰ ὑπομείνει τότε, χάριν τοῦ Κυρίου, μὲ χαρὰ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ θὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ θὰ ἐπιθυμεῖ ὁλόψυχα τὸ καλὸ γιὰ ὅλους καὶ θὰ προσεύχεται γιὰ ὅλους ὅπως γιὰ τὴν ψυχή του.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ ν᾿ ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθροὺς καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθροὺς ἐξομοιώνεται μὲ τὸν Κύριο. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς δὲν εἶναι δυνατὴ παρὰ μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ, μόλις σὲ προσβάλει κανείς, προσευχήσου γι᾿ αὐτὸν στὸν Θεὸ κι ἔτσι θὰ διατηρήσεις τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή σου. …

… Ἂν κάποιος ὡς προϊστάμενος ἀναγκαστεῖ νὰ δικάσει ἕναν ἄλλο γιὰ κάποιο παράπτωμα, πρέπει νὰ παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει συμπάσχουσα καρδιά, τὴν ὁποία ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, καὶ τότε θὰ κρίνει σωστὰ. Ἂν κρίνει ὅμως λαμβάνοντας ὑπόψη μόνο τα ἔργα τοῦ ὑποδίκου, τότε θὰ πέσει σὲ λάθη καὶ δὲν θ᾿ ἀρέσει στὸν Κύριο.

Πρέπει νὰ κρίνει κανεὶς μὲ σκοπὸ τὴ διόρθωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνεπῶς εἶναι ἀνάγκη νὰ συμπονῇ ὁ δικαστῆς κάθε ψυχή, κάθε πλάσμα καὶ κτίσμα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἔχει καθαρὴ συνείδηση σ᾿ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς του καὶ τότε θὰ βρεῖ βαθιὰ εἰρήνη στὴν ψυχὴ καὶ τὸν νοῦ. …

… Ἂν ἐγνώριζαν οἱ βασιλιάδες καὶ οἱ κυβερνῆτες τῶν λαῶν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ἔκαναν ποτὲ πόλεμο. Ὁ πόλεμος προέρχεται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Ὁ Κύριος μᾶς ἐδημιούργησε κατὰ τὴν ἀγάπη Του καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ ζοῦμε μὲ ἀγάπη.
Ἂν οἱ ἄρχοντες τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ λαὸς καὶ οἱ ὑπήκοοι ὑπάκουαν μὲ ταπείνωση, θὰ ὑπῆρχε μεγάλη εἰρήνη καὶ ἀγαλλίαση πάνω στὴ γῆ. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς ἀνυπακοῆς τῶν ὑπερήφανων ὑποφέρει ὅλη ἡ οἰκουμένη. …

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Λόγος Μ. Βασιλείου εἰς τὴν Νηστείαν (Γ΄ μέρος, Μετάφραση)

 Συνέχεια...

5. Ἀλλ᾿ ὁ λόγος ἂς βαδίζει μὲ τὴν ἱστορία, ἐξετάζοντας τὴν ἀρχαιότητα τῆς νηστείας. Καὶ ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι, σὰν κάποια πατρικὴ κληρονομιά, τὴν ἐκληρονόμησαν, ἔτσι τὴν διαφύλαξαν, παραδίνοντας ὁ πατέρας στὸ παιδί, ἀπ᾿ ὅπου καὶ σὲ μᾶς διαδοχικὰ διασώθηκε τὸ κτῆμα. Δὲν ὑπῆρχε στὸν παράδεισο οἶνος· ὄχι ἀκόμη ζωοθυσίες· ὄχι ἀκόμη κρεοφαγίες. Μετὰ τὸν κατακλυσμὸ ὁ οἶνος· μετὰ τὸν κατακλυσμό, «νὰ τρώγετε ἀπὸ ὅλα, σὰν χλωρὰ χορτάρια» (Γεν. 9, 3). Ὅταν ἀποῤῥίφθηκε ἡ τελείωση, τότε ἐπιτράπηκε ἡ ἀπόλαυση. Δεῖγμα δὲ τῆς ἀπειρίας τοῦ οἴνου ὁ Νῶε ποὺ ἀγνοοῦσε τὴν χρήση τοῦ οἴνου. Διότι ἀκόμη δὲν εἶχε εἰσέλθει στὴ ζωή, οὔτε εἶχε χρησιμοποιηθεῖ στὶς συναναστροφὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδὴ οὔτε ἄλλον εἶχε δεῖ, οὔτε ὁ ἴδιος ἐδοκίμασε, περιέπεσε ἀπρόσεκτα στὴ μέθη τοῦ οἴνου.
«Διότι ἐφύτευσε ἄμπελο ὁ Νῶε, καὶ ἤπιε ἀπὸ τὸ γέννημα τοῦ καρποῦ καὶ ἐμέθυσε» (Γεν. 9, 20-21)· ὄχι διότι ἦταν μέθυσος, ἀλλὰ διότι δὲν ἐγνώριζε τὴν μέτρια πόση. Τόσον τὸ εὕρημα τῆς οἰνοποσίας εἶναι νεώτερο ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ τόσον παλαιὸς ὁ σεβασμὸς τῆς νηστείας. Ἀλλὰ ἐγνωρίσαμε ὅτι καὶ ὁ Μωύσης μὲ τὴ νηστεία ἐπλησίασε τὸ ὄρος (Ἔξοδ. 24, 18). Διότι δὲν θὰ ἀποτολμοῦσε ἐνῷ ἐκάπνιζε ἡ κορυφή, οὔτε θὰ εἶχε τὸ θάῤῥος νὰ εἰσέλθει στὸν γνόφο, ἐὰν δὲν εἶχε ὁπλισθεῖ μὲ τὸ ὅπλο τῆς νηστείας. Μὲ τὴ νηστεία ὑποδέχθηκε τὸ νόμο ποὺ ἐγράφη μὲ τὸ δάκτυλο τοῦ Θεοῦ στὶς πλάκες. Καὶ ἐπάνω μὲν ἡ νηστεία ἔγινε πρόξενος τῆς νομοθεσίας, κάτω δὲ ἡ γαστριμαργία τοὺς ἐξέτρεψε σὲ εἰδωλολατρεία. «Διότι ἐκάθισε o λαὸς γιὰ νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ, καὶ ἐσηκώθηκαν μετὰ γιὰ νὰ διασκεδάσουν» (Ἔξοδ. 32,6).
Σαράντα ἡμερῶν προσμονὴ μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ τὴν ἀχρήστευσε μία oινοποσία. Διότι αὐτὲς τὶς πλάκες ποὺ ἔλαβε ἡ νηστεία μὲ τὸ δάκτυλο τοῦ Θεοῦ γραμμένες, αὐτὲς ἡ μέθη ἐκομμάτιασε, διότι ὁ προφήτης δὲν ἔκρινε ἄξιο νὰ νομοθετεῖται μέθυσος λαὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Σὲ μία φευγαλέα στιγμή, μὲ τὴν γαστριμαργία, ὁ λαὸς ἐκεῖνος ποὺ εἶχε γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ τὰ πιὸ μεγάλα θαύματα, ἐκυλίσθηκε στὴν εἰδωλολατρικὴ τρέλα τῶν Αἰγυπτίων. Σύγκρινε καὶ τὰ δυό· πὼς δηλαδὴ ἡ νηστεία ὁδηγεῖ στὸ Θεὸ καὶ πὼς ἡ τρυφὴ προδίδει τὴν σωτηρία. Κατέβα, βαδίζοντας τὸν δρόμο πρὸς τὰ κάτω.

6. Τί ἐβεβήλωσε τὸν Ἠσαῦ καὶ τὸν ἔκαμε δοῦλο τοῦ ἀδελφοῦ του; Δὲν ἦταν ἕνα φαγητό, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπώλησε τὰ πρωτοτόκια; (Γεν. 25, 30-34). Τὸν δὲ Σαμουὴλ δὲν τὸν ἐχάρισε στὴν μητέρα του ἡ προσευχὴ μὲ τὴ νηστεία; (Α´ Βασιλ.1, 13-16). Τί ἔκαμε τὸν Σαμψὼν ἀκαταμάχητο καὶ μεγάλο ἥρωα; Δὲν ἦταν ἡ νηστεία μὲ τὴν ὁποία συνελήφθη στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του; (Κριτ. 13, 14). Ἡ νηστεία τὸν ἐγέννησε, ἡ νηστεία τὸν ἐθήλασε, ἡ νηστεία τὸν ἔκαμε ἄνδρα, ποὺ τὴν διέταξε ὁ ἄγγελος στὴν μητέρα του. «Δὲν πρέπει νὰ φάει κανένα ἀπὸ τὰ προϊόντα της ἀμπέλου, καὶ οἶνο καὶ σίκερα [μεθυστικὰ ποτὰ] νὰ μὴν πιεῖ» (Κριτ. 13, 14). Ἡ νηστεία γεννᾷ προφῆτες, δυναμώνει δυνατούς· ἡ νηστεία κάνει σοφούς τους νομοθέτες, εἶναι καλὸ φυλακτήριο τῆς ψυχῆς, στὸ σῶμα ἀσφαλὴς σύνοικος, ὅπλο στοὺς ἀνδρείους, γυμναστήριο στοὺς ἀθλητές. Αὐτὴ ἀποκρούει τοὺς πειρασμούς· αὐτὴ προετοιμάζει πρὸς τὴν εὐσέβεια, συγκάτοικος τῆς νηφαλιότητας, δημιουργός της σωφροσύνης. Στοὺς πολέμους κάνει ἀνδραγαθήματα, στὴν εἰρήνη διδάσκει τὴν ἡσυχία. Τὸν ναζιραῖο [ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ γιὰ 30 ἡμέρες μὲ ἀποχὴ φαγητῶν καὶ ποτῶν. Ἰσόβιοι ναζιραίοι ἦταν ὁ Σαμψὼν, Σαμουήλ, Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος. Στὸν χριστιανισμὸ ναζιραίοι καλοῦνται οἱ Μοναχοί] ἁγιάζει, καὶ κάνει τέλειο τὸν ἱερέα. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν χωρὶς νηστεία νὰ ἀποτολμήσει τὴν ἱερουργία· ὄχι μόνον τώρα στὴν μυστικὴ καὶ ἀληθινὴ λατρεία, ἀλλὰ καὶ στὴν τυπικὴ ποὺ γινόταν κατὰ τὸν (Μωσαϊκό) νόμο. Αὐτὴ ἔκαμε τὸν Ἠλία θεατή του μεγάλου θεάματος· διότι ἀφοῦ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες μὲ νηστεία καθάρισε τὴν ψυχή, ἔτσι καταξιώθηκε νὰ δεῖ στὸ σπήλαιο τοῦ Χωρὴβ (Γ´ Βασιλ. 19, 8-13), ὅσον εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ, τὸν Κύριο. Νηστεύοντας ἔδωσε πίσω στὴν χήρα τὸ παιδί της, ἀφοῦ ἀποδείχθηκε ἰσχυρὸς μὲ τὴ νηστεία κατὰ τοῦ θανάτου. Ἀπὸ στόμα ποὺ ἐνήστευε ἐβγῆκε ἡ φωνὴ ποὺ ἐσταμάτησε γιὰ τὸν παράνομο λαὸ τὴ βροχὴ τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες. Διότι γιὰ νὰ μαλακώσει τὴν ἀδάμαστη καρδιὰ τῶν σκληροτραχήλων, ἐπροτίμησε καὶ τὸν ἑαυτό του στὴν κακοπάθεια νὰ τὸν καταδικάσει μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Γιὰ τοῦτο «ζεῖ Κύριος, εἶπε, δὲν θὰ ὑπάρξει στὴ γῆ νερό, παρὰ μόνο μὲ τὸν λόγο μου» (Γ´ Βασιλ. 17, 1). Καὶ ἔφερε σ᾿ ὅλο τὸν λαὸ νηστεία μὲ τὴν πεῖνα, γιὰ νὰ ἐπανορθώσει τὴν κακία ποὺ εἶχε προέλθει ἀπὸ τὴν τρυφὴ καὶ τὴν μαλθακὴ ζωή. Τί λογῆς δὲ ὑπῆρξε ὁ βίος τοῦ Ἐλισσαίου; Πῶς μὲν ἐφιλοξενήθηκε ἀπὸ τὴν Σουναμίτιδα; Πῶς δὲ ὁ ἴδιος ἐδεχόταν τοὺς προφῆτες; Δὲν ἔκανε τὴν φιλοξενία μὲ ἄγρια λάχανα καὶ λίγο ἀλεῦρι; (Δ´ Βασιλ. 4, 42-44). Κι ἔτσι κάποτε μὲ τὰ χόρτα εἶχε μαζευτεῖ καὶ ἀγριοκολοκύθι, ὥστε νὰ κινδυνεύουν αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔτρωγαν, ἐὰν μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ νηστευτῆ δὲν εἶχε ἀχρηστευθεῖ τὸ δηλητήριο. Καὶ γενικῶς, θὰ μποροῦσες νὰ βρεῖς τὴ νηστεία νὰ χειραγωγεῖ ὅλους τοὺς ἁγίους στὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία. Ὑπάρχει κάποιο εἶδος ἀντικειμένου, ποὺ ὀνομάζουν ἀμίαντο, ἄφθορο στὴ φωτιά, ποὺ ὅταν μὲν τίθεται στὴν φλόγα φαίνεται ὅτι ἔχει ἀπανθρακωθεῖ, ὅταν δὲ τὸ βγάζουν ἀπὸ τὴ φωτιά, σὰν νὰ ἔχει λευκανθεῖ στὸ νερό, γίνεται καθαρότερο. Τέτοια ἦταν τὰ σώματα τῶν τριῶν ἐκείνων παίδων τῆς Βαβυλῶνος, ποὺ εἶχαν τὸν ἀμίαντο ἀπὸ τὴ νηστεία (Δανιὴλ 1, 8-16). Διότι στὴ μεγάλη φλόγα τῆς καμίνου, σὰν νὰ ἦσαν κατὰ τὴν φύση ἀπὸ χρυσό, ἀπεδεικνύοντο ἀνώτεροι ἀπὸ τὴν βλάβη τῆς φωτιᾶς. Δηλαδὴ ἀπεδεικνύοντο πιὸ δυνατοὶ καὶ ἀπὸ τὸν χρυσό· διότι δὲν τοὺς ἔλυωνε αὐτοὺς ἡ φωτιά, ἀλλὰ τοὺς φύλαγε ἀκέραιους. Καὶ ὅμως τίποτε δὲν θὰ συγκρατοῦσε τότε τὴν φλόγα ἐκείνη, ποὺ τὴν ἔτρεφαν νάφθα καὶ πίσσα καὶ κληματίδες, ὥστε αὐτὴ νὰ ἐξαπλώνεται σαρανταεννέα πήχεις, καὶ κατατρώγοντας τὰ γύρω ἀπ᾿ αὐτὴν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους νὰ καταφάγει. Ἐκείνη λοιπὸν τὴν πυρκαγιὰ καταπατοῦσαν oι παῖδες, ἀφοῦ εἰσῆλθαν μὲ νηστεία, ἀναπνέοντας ἔτσι στὴν ὁρμητικὴ φωτιὰ σὰν λεπτὴ αὔρα καὶ δροσερή. Διότι ἡ φωτιὰ οὔτε τὶς τρίχες δὲν ἐπείραξε, ἐπειδὴ τὶς εἶχε ἐκθρέψει ἡ νηστεία (Δανιὴλ 3, 24- 33).

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Λόγος Μ. Βασιλείου εἰς τὴν Νηστείαν (B΄ μέρος, Μετάφραση)

 Συνέχεια...

3. Νομίζεις ότι υπολογίζω την αρχαιότητά της από το νόμο; Η νηστεία είναι παλαιότερη και από το νόμο. Εάν αναμείνεις λίγο, θα βρεις την αλήθεια του λόγου. Η νηστεία είναι η πρώτη εντολή του Θεού στον Παράδεισο. Η παράβασή της από τους πρωτοπλάστους είναι η πτώση του ανθρωπίνου γένους στην αμαρτία. Μη νομίζεις ότι η ημέρα του εξιλασμού, που έχει διαταχθεί για τον Ισραήλ τον έβδομο μήνα (Λευϊτ. 16 - 29· 23, 27), την δεκάτη ημέρα του μήνα, αυτή είναι η αρχή της νηστείας. Έλα λοιπόν, βαδίζοντας μέσω της ιστορίας, ερεύνησε την αρχαιότητά της. Διότι δεν είναι νεώτερο το εφεύρημα. Το κειμήλιο είναι των πατέρων. Κάθε τι που είναι αρχαίο, είναι σεβαστό. Να σέβεσαι την παλαιότητα της νηστείας. Είναι συνομήλικη με την ανθρωπότητα· η νηστεία ενομοθετήθηκε στον παράδεισο. Είναι η πρώτη εντολή που έλαβε ο Αδάμ· «από το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θα φάτε» (Γεν. 2, 17). Το «δεν θα φάγετε» είναι νομοθεσία νηστείας και εγκρατείας. Εάν είχε νηστεύσει από τον καρπό του δένδρου η Εύα, τώρα δεν θα είχαμε ανάγκη από τη νηστεία αυτή. «Διότι δεν έχουν ανάγκη ιατρού οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι» (Ματθ. 9, 12). Η μετάνοια χωρίς την νηστεία είναι αργή Επάθαμε πολλά κακά από την αμαρτία· ας θεραπευθούμε με την μετάνοια. Η μετάνοια δε χωρίς τη νηστεία είναι αργή. «Καταραμένη η γη, αγκάθια και τριβόλια να σου βλαστάνει» (Γεν. 3, 17-18). Επροστάχθηκες να δοκιμάζεσαι, όχι βέβαια να ζεις τρυφηλώς. Με τη νηστεία να εξομολογείσαι στον Θεό. Αλλά και ο τρόπος ζωής στον παράδεισο είναι εικόνα νηστείας, όχι μόνον διότι ο άνθρωπος με το να είναι ομοτράπεζος των αγγέλων κατόρθωνε με την ολιγάρκεια την ομοίωση προς αυτούς, αλλά διότι και όσα ύστερα εφεύρε η διάνοια των ανθρώπων, δεν είχαν επινοηθεί ακόμη από τους τρεφομένους στον παράδεισο· όχι ακόμη οινοποσίες, όχι ακόμη ζωοθυσίες· ούτε όσα θολώνουν τον ανθρώπινο νου. Με τη νηστεία επανερχόμαστε στον Παράδεισο.

4. Επειδή δεν ενηστεύσαμε, εφύγαμε από τον παράδεισο· ας νηστεύσουμε λοιπόν, για να επανέλθουμε σ'' αυτόν. Δεν βλέπεις τον Λάζαρο, πως με τη νηστεία μπήκε στον παράδεισο; (Λουκ. 16, 20-31). Να μην μιμηθείς την παρακοή της Εύας, να μην παραδεχθείς το φίδι πάλι σαν σύμβουλο, που προτείνει την βρώση, φροντίζοντας για το σώμα. Στους ασθενείς επιβάλλεται όχι η ποικιλία των φαγητών αλλά η νηστεία και η δίαιτα. Να μην προφασίζεσαι αρρώστια του σώματος και αδυναμία. Διότι τις δικαιολογίες δεν τις λέγεις σε μένα, αλλά σ' αυτόν που γνωρίζει. Πες μου, δεν μπορείς να νηστεύεις; Μπορείς όμως να παραχορταίνεις για όλη τη ζωή και να συντρίβεις το σώμα σου με το βάρος των φαγητών. Και όμως στους ασθενείς όχι ποικιλία φαγητών, αλλά ασιτία και δίαιτα γνωρίζω ότι επιβάλλουν οι ιατροί. Πώς λοιπόν συ που μπορείς αυτά, προφασίζεσαι ότι δεν μπορείς εκείνα; Τι είναι ευκολότερο για την κοιλιά, να περάσει τη νύκτα με την λιτότητα της δίαιτας, ή με την αφθονία των φαγητών να κείτεται βαρειά; Μάλλον δε μήτε να κείτεται, αλλά να πυκνοστριφογυρίζει παραφορτωμένη και στενοχωρημένη με κίνδυνο να ανοίξει; Εκτός αν πεις ότι οι κυβερνήτες σώζουν ευκολότερα το βαρυφορτωμένο πλοίο από το καλά εφοδιασμένο και ελαφρό. Διότι αυτό μεν το οποίο πιέζεται από το πλήθος του φορτίου, η μικρή τρικυμία το καταβυθίζει, εκείνο δε που έχει σύμμετρα τα εμπορεύματα εύκολα διαπλέει την τρικυμία, επειδή τίποτα δεν το εμποδίζει να ανέβει ευκολότερα. Και τα σώματα λοιπόν των ανθρώπων όταν παραφορτώνονται με τον συνεχή χορτασμό, εύκολα υποκύπτουν στις ασθένειες· όταν δε κάνουν χρήση στερεάς και ελαφράς τροφής, και το αναμενόμενο από τη νόσο κακό ξεφεύγουν, όπως την κακοκαιρία το πλοίο και το ήδη παρόν ενοχλητικό το ξεπερνούν, σαν κάποια έφοδο δίνης. Όμως και η ησυχία κατά την γνώμη σου είναι πιο κουραστική από το τρέξιμο και η ηρεμία από την πάλη, εάν ακριβώς ισχυρίζεσαι ότι και η τρυφή είναι καταλληλότερη από την δίαιτα για τους ασθενείς. Η πολυτέλεια και η ποικιλία των φαγητών εδημιούργησε τα διάφορα είδη των ασθενειών. Διότι η δύναμη που κυβερνά τον άνθρωπο την αυτάρκεια και την λιτότητα εύκολα μεν επεξεργάσθηκε και την έκαμε οικεία στο τρεφόμενο· όταν όμως παρέλαβε την πολυτέλεια και ποικιλία των φαγητών, έπειτα επειδή δεν μπόρεσε προς το τέλος να αντέξει, εδημιούργησε τα διάφορα είδη των ασθενειών.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Λόγος Μ. Βασιλείου εἰς τὴν Νηστείαν (Α΄ μέρος, Μετάφραση)

Η νηστεία είναι πρόσταγμα προφητικό

1. «Να σαλπίσετε, λέγει, κατά την πρώτη ημέρα του μήνα με την σάλπιγγα, καθώς και κατά την επίσημη ημέρα της μεγάλης εορτής σας» (Ψαλμ. 80, 4). Αυτό είναι πρόσταγμα προφητικό. Για μας δε από την σάλπιγγα πιο μεγαλόφωνο και από κάθε όργανο μουσικό πιο επίσημο, την αναμενόμενη εορτή των εορτών υποδηλώνουν τα αναγνώσματα (Ησ. 58, 4-6). Διότι εγνωρίσαμε την χάρη των νηστειών από τον Ησαΐα, που απέριψε μεν τον ιουδαϊκό τρόπο της νηστείας, την δε αληθινή νηστεία σε μας έδειξε. «Να μη νηστεύετε χάριν διαμάχης και έριδος», «αλλά να καταργήσεις κάθε σύνδεσμο αδικίας» (Ησ. 63, 6). Και ο Κύριος λέγει· «να μη γίνεσθε σκυθρωποί, αλλά να νίψεις το πρόσωπό σου, και να αλείψεις το κεφάλι σου» (Ματθ. 6, 16-17). Ας συμπεριφερθούμε λοιπόν, όπως εδιδαχθήκαμε, να μη φαινόμαστε σκυθρωποί για τις ημέρες που έρχονται, αλλά με φαιδρό πρόσωπο προς αυτές, όπως πρέπει στους αγίους, να συμπεριφερόμαστε. Κανείς άκαρδος δεν στεφανώνεται, κανείς κατηφής δεν στήνει τρόπαιο. Να μη σκυθρωπάσεις ενώ δέχεσαι περιποιήσεις. Είναι άτοπο να μη χαιρόμαστε για την υγεία της ψυχής, αλλά να λυπόμαστε με την αλλαγή των τροφών και να φαινόμαστε ότι χαριζόμαστε στην ηδονή της σάρκας, παρά στην επιμέλεια της ψυχής. Διότι ο μεν κορεσμός σταματά την ευχαρίστηση στην κοιλιά, η δε νηστεία ανεβάζει το κέρδος στην ψυχή. Να χαίρεσαι διότι σου έχει δοθεί από τον ιατρό φάρμακο που καταστρέφει την αμαρτία. Διότι όπως ακριβώς στα έντερα των παιδιών τα αναζωογονούμενα σκουλήκια εξαφανίζονται με κάποια δραστικά φάρμακα, έτσι και την αμαρτία, που βρίσκεται στο βάθος της ψυχής, την σκοτώνει η νηστεία που εισχωρεί στην ψυχή, η οποία νηστεία είναι πράγματι αξία του ονόματός της. Η νηστεία να γίνεται χωρίς υποκρισία. Κάθαρση της ψυχής από τα αμαρτήματα.
2. «Άλειψε το κεφάλι σου και πλύνε το πρόσωπό σου» (Ματθ. 6, 17). Σε μυστήρια σε καλεί ο λόγος. Αυτός που αλείφθηκε εμυρώθηκε· αυτός που ενίφθηκε εκαθαρίσθηκε. Να εννοείς τη νομοθεσία στον εσωτερικό άνθρωπο. Να καθαρίσεις την ψυχή από τα αμαρτήματα. Να χρίσεις το κεφάλι σου με χρίσμα άγιο, για να γίνεις μέτοχός του Χριστού, και έτσι να προσέλθεις στη νηστεία. Να μην αλλοιώσεις το πρόσωπό σου όπως ακριβώς oι υποκριτές. Το πρόσωπο αμαυρώνεται, όταν η εσωτερική διάθεση επισκιάζεται με το επίπλαστο εξωτερικό σχήμα, καλυπτόμενη με το ψεύδος σαν με παραπέτασμα. Υποκριτής είναι αυτός που υποδύεται ξένο πρόσωπο στο θέατρο· ενώ είναι δούλος, πολλές φορές υποδύεται το πρόσωπο του κυρίου, και ενώ είναι πολίτης, το πρόσωπο του βασιλέως. Έτσι και στον βίο αυτό, σαν στη σκηνή της δικής τους ζωής, οι πολλοί παίζουν θέατρο, άλλα μεν φέροντας στην καρδιά, άλλα δε δεικνύοντας φανερά στους ανθρώπους. Να μην αλλοιώνεις λοιπόν το πρόσωπό σου. Όποιος είσαι, τέτοιος να φαίνεσαι· να μην υποκρίνεσαι τον σκυθρωπό, επιδιώκοντας την δόξα από του να φαίνεσαι εγκρατής. Διότι ούτε ευεργεσία που διατυμπανίζεται είναι όφελος, και κανένα κέρδος δεν προέρχεται από νηστεία που δημοσιεύεται. Διότι εκείνα που γίνονται επιδεικτικά δεν προεκτείνουν τον καρπό στη μέλλουσα ζωή, αλλά τον περιορίζουν στον έπαινο των ανθρώπων. Τρέξε λοιπόν με χαρά στη δωρεά της νηστείας. Η νηστεία είναι αρχαίο δώρο· δεν παλαιώνει και δεν γηράσκει, αλλά πάντοτε ανανεούμενο, ανθίζει πάντοτε για να φέρει ώριμους καρπούς.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Σαν σήμερα - Γενέθλιος Ημέρα Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (4/3/1851)

(Μοναχού Μωϋσή Αγιορείτου)

Ο Παπαδιαμάντης σπούδασε φιλόλογος αλλά είναι θεολόγος, γιατί θεολόγος δεν είναι αυτός που έχει ανάλογο πτυχίο, αλλά αυτός που αληθινά προσεύχεται, κατά τον όσιο Νείλο τον Ασκητή. Θεολόγος ουσιαστικά είναι ο πιστός που ζει αυθεντική χριστιανική ζωή, ο φίλος του Θεού, ο κοινωνός του Θεού, ο άγιος, ο λυτρωμένος και σεσωσμένος.
Μέσα στην Ορθοδοξία μας κανείς ποτέ δεν σώζεται ατομικά, αλλά περνώντας η ζωή του μέσα από των άλλων, συνδράμοντας με διάφορους τρόπους στη σωτηρία κι εκείνων. Ο Θεός του Παπαδιαμάντη είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος, ο πλάστης του ανθρώπου, ο Παντοδύναμος, ο προνοητής, ο φιλόστοργος πατέρας.
Πιστεύει στο θέλημα του Θεού, στη θεία Πρόνοια, στη θεία Χάρη, στη θεία μισθαποδοσία και δικαιοκρισία.
Κατά τον Παπαδιαμάντη η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό είναι να τον υπακούει, να τηρεί τις εντολές του, να τον διακονεί θυσιαστικά στο πρόσωπο του κάθε πλησίον. Οι σχέσεις του ανθρώπου διαταράσσονται διά της αμαρτίας. Το παπαδιαμαντικό έργο είναι γεμάτο από αμαρτωλούς.
Μέσα από τα μυθιστορήματα και διηγήματά του περιδιαβαίνουν άσωτοι, άθεοι, βλάσφημοι, κλέφτες, φιλόδοξοι, τοκογλύφοι, λαίμαργοι, μέθυσοι, άδικοι, υποκριτές φθονεροί, ακόμη και ιερόσυλοι, αυτόχειρες και φονιάδες. Παρ' όλ' αυτά όλους αυτούς τους αμαρτωλούς ήρωές του τελικά τους συμπαθούμε. Στα πρόσωπά τους συναντούμε τα φιλάμαρτα πρόσωπά μας, αλλά και γιατί συνήθως μετανοούν για τις πράξεις τους.
Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει το ευόλισμο της ανθρώπινης φύσεως, αλλά και τη θεραπεία στο θεραπευτήριο της εκκλησίας διά ειλικρινούς μετανοίας και εξομολογήσεως. Για τον Παπαδιαμάντη η Εκκλησία όπως γράφει είναι η "φιλόστοργη μητέρα και η πηγή πάσης παραμυθίας".
Πιστεύει ακράδαντα ότι ο Νεοέλληνας δεν μπορεί εύκολα να μη πιστεύει. Μέσα στην Εκκλησία το έμφυτο θρησκευτικό αίσθημα και συναίσθημα δυναμώνει. Πρέπει να κάνει μεγάλο αγώνα ο Έλληνας για να μη πιστεύει καθόλου και σε τίποτε. Εν τούτοις την απομάκρυνση του κόσμου τη δικαιολογεί ως κλονισμό της αγάπης του στην ελληνορθόδοξη παράδοση, κάτι που συνέτεινε η απώλεια μέρους της αξιοπιστίας, λόγω σκανδάλων εκπροσώπων της Εκκλησίας.
Για τον Παπαδιαμάντη παράδοση είναι όπως λέγει "ζην κατά τον θείον νόμον". Τελικά ομολογεί: "Εγώ είμαι τέκνον γνήσιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκπροσωπουμένης υπό των επισκόπων της". Σε άλλη περίπτωση βέβαια δεν δυσκολεύεται να τους κρίνει αυστηρά για διάφορες προκλήσεις τους.
Ο Παπαδιαμάντης δεν πιστεύει σ' ένα ιδεολογικό ελληνοχριστιανικό νεφέλωμα. Η πίστη του είναι ακράδαντη στη μεγάλη ανάγκη που έχει ο ελληνισμός τον Χριστιανισμό. Θεωρεί κίνδυνο γα την ελληνική κοινωνία τον μιμητισμό, την ξενομανία, "το να χάσκη τις προς τα ξένα", την είσοδο στην πατρίδα μας του δυτικού τρόπου ζωής. Έτσι παρατηρεί με βαθύ πόνο την αλλοίωση των ηθών, τη χαλάρωση της ορθοδόξου πίστεως του λαού, την παραχάραξη της πλούσιας και ωραίας ελληνικής γλώσσας.
Δυστυχώς γράφει "κηρύττεται πλέον φανερά η αγραμματωσύνη, και το ανωφελές του ορθώς γράφειν ή ομιλείν", ώστε "κατήντησε να γίνει όλη σχεδόν η γλώσσα νόθον και κίβδηλον κατασκεύασμα". Ακολουθούν οι Έλληνες γράφει "τα της χριστιανικής λατρείας άνευ πίστεως και χρηστού συνειδότος". Το άηθες, η ηθοφθορία, η ανηθικότητα, το μισάδελφο αρχίζουν να κυριαρχούν κι επικρατούν. Τι θα έλεγε για σήμερα, εκατό έτη μετά, ο θεσπέσιος Παπαδιαμάντης;
Λύση στο πρόβλημα κατά τον Παπαδιαμάντη είναι η εν μετανοία άμεση επιστροφή στην ανόθευτη και γνήσια εκκλησιαστική παράδοση. Συγκεκριμένα τονίζει: "Άμωνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα κα εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας". Οι λόγοι του, αγαπητοί μου, όπως αντιλαμβάνεσθε όλοι πολύ καλά έχουν μια σημαντική επικαιρότητα.
Όξυνση του προβλήματος θεωρεί και την απραξία της εκκλησιαστικής αρχής. Την Εκκλησία δεν τη θέλει ούτε εμπορευάμενη ούτε θεατριζόμενη. Η λύση κατ' αυτόν είναι μόνο μία. Επιστροφή εν επιγνώσει στην αγιοτρόφο εμπειρία της Εκκλησίας και βίωσή της. Μέσα στην αγία, σώζουσα και ορθοτομούσα Εκκλησία ο άνθρωπος αναγεννάται, μεταμορφώνεται, οπλίζεται τα όπλα του φωτός και της χάριτος κατά της ποικίλης αμαρτίας και ξανασυναντά τον ζώντα Θεό του ελέους και των οικτιρμών. Στον άνθρωπο ανήκει η μεγάλη επιλογή.
Στο πλούσιο έργο του οι πονεμένες μορφές του συνήθως φθάνουν στη λύτρωση διά της ακριβούς μετανοίας και ζουν τότε μια νέα ζωή. Όχι βέβαια πάντοτε. Ορισμένες χρησιμοποιώντας κακώς την ελευθερία τους παραμένουν στο σκοτάδι.
Ο σπουδαίος Σκιαθίτης πεζογράφος μας συχνά περιγράφει "μετ' έρωτος" τη φύση, αλλά δεν είναι ένας φαντασμένος οικολόγος ή ένας ονειροπόλος φυσιολάτρης. Αναφερόμενος και περιγράφοντας περίτεχνα την ωραία φύση πορεύεται προς τον Δημιουργό της και τον μεγαλύνει για την πανσοφία του.
Γράφει για κάποιους τέτοιους σ' ένα του διήγημα. "Μικροί ακούσιοι ειδωλολάτραι, διασώζοντες κατόπιν τόσων αιώνων ασυνείδητον την λατρείαν της φύσεως". Λυπάται πολύ βέβαια όταν καταστρέφεται το κάλλος του φυσικού περιβάλλοντος και γράφει με πόνο ψυχής: "το μιαρόν πνεύμα εισέβαλεν εις τα έργα του Θεού".
Μελετώντας το όλο έργο του παρατηρούμε πως όχι ήξερε να γράφει, να περιγράφει, να ηθογραφεί, να κρίνει και να προτείνει λύσεις, αλλά ο ίδιος είχε μια ακέραια στάση, επιλογή φιλόθεης ζωής, φιλάρετου βίου, έντιμης εργασίας, φιλότιμης αδολεσχίας, πορεία, στόχο, λόγο και αξία.
Από νωρίς είχε συνειδητοποιήσει καλά τη ματαιότητα της εγκοσμιότητος, είχε αφοβία θανάτου, θερμή πίστη. Θέλησε να ζήσει απλά, λιτά, απόμερα, ήσυχα, γαλήνια και νηφάλια. Δεν ψήλωσε ο νους του, δεν υψηλοφρόνησε, στάθηκε πλάι στους ταπεινούς και καταφρονεμένους και τους πέρασε ωραία στο έργο του.
Το έργο του Παπαδιαμάντη διασώζει την αγνή λαϊκή ευσέβεια. Οι ιερείς του έργου του είναι απλοί, φτωχοί, ενίοτε και απλοϊκοί, αλλά βιώνουν υπαρξιακά, ακόμη και όταν δεν μπορούν να το εκφράσουν, το μυστήριο του ζώντος Θεού, τη γνήσια ορθόδοξη βιοτή και λειτουργική παράδοση.
Με πλήρη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς τους δεν παύουν να δέονται υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης και σωτηρίας των προβάτων του ποιμνίου τους, που τους εμπιστεύθηκε ο ίδιος ο Χριστός. Δεν επιχειρούν "λειτουργικές αναγεννήσεις" αρκούνται και τρέφονται με την υπάρχουσα γνήσια παράδοση, δοξολογώντας συνεχώς τον Ύψιστο κι επικαλούμενοι το άφατο έλεός του.
Ο Παπαδιαμάντης δήλωσε ομολογιακά, χαρακτηριστικά, απερίφραστα και αναντίρρητα: "Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε... να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου". Τον πονά η αμαρτία, τον στενοχωρεί η βαβυλωνία της Αθήνας, τον κουράζει το κουτσομπολιό του νησιού του, με τους παρασυρμένους της αμαρτίας, αλλά δεν παύει ν' αγωνίζεται, να ελπίζει, να εμπιστεύεται τον Θεό, να παρουσιάζει κάποιους ήρωές του ως αγίους. Η άτεκνη Σεραϊνώ στον "Γάμο του Καραχμέτη" ο απλός τσομπάνος στον "Φτωχό άγιο", ο ένδοξος νεομάρτυς στο "Η χήρα του Νεομάρτυρος" και άλλοι.
Δεν πρέπει να λησμονάμε ότι ο Παπαδιαμάντης είναι υιός ευλαβούς ιερέως, ακολούθου του γνήσια αναγεννητικού, αγιορειτικού κινήματος των ιεροπρεπών Κολλυβάδων. Μεγαλώνει με τις θείες λειτουργίες, τα ιερά βιβλία, τις άγιες εικόνες, τις απαράβατες εκκλησιαστικές παραδόσεις, τα ωραία έθιμα, τα εξαίρετα ήθη.
Μελετούσε τα μυροβόλα συναξάρια, τα πατερικά και νηπτικά κείμενα, την καταπληκτική φιλοκαλία, τις ασματικές ακολουθίες. Ήταν αναγνώστης και ψάλτης. Όλη αυτή η γνώση τον έκανε να πάει να μονάσει στο Άγιον Όρος. Πριν κλείσει όμως χρόνο εκεί στη σκήτη Ευαγγελισμού της Μονής Ξενοφώντος, επέστρεψε στον κόσμο, τρέφοντας πάντοτε μεγάλο σεβασμό για τον μοναχισμό και ιδιαίτερα τον αγιορείτικο.
Το εκκλησιαστικό του ήθος τον κάνει να μην είναι οργίλος και φανατικός κατά των αμαρτανώντων ηρώων του έργου του, αλλά και των συνανθρώπων του γενικά.
Ελπίζει στη μετάνοια, πιστεύει στην αγάπη του Θεού, θεωρεί προτιμότερη την ελεημοσύνη από τη δικαιοσύνη. Αγαπά να προβάλλει τη μετάνοια, όχι ως ιεροκήρυκας επαγγελματίας, αλλά ως συμπάσχων αδελφός. Η συμπάθεια στον αδύναμο συνάνθρωπο είναι ίδιον του αληθινού χριστιανού, του ευαγγελικού ανθρώπου.

Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν μεγάλωσε με βυζαντινές ψαλμωδίες, καθαρά κεριά και αγιορείτικα λιβάνια. Παρέμεινε προσηλωμένος στην Εκκλησία διά βίου. Πίστευε ακράδαντα στον Θεό, στις πρεσβείες των αγίων και της Παναγίας και τα θαύματά τους. Μια φορά, διηγείται ο καλός εξάδελφός του Α. Μωραϊτίδης, έγινε καλά από ισχυρό πονόδοντο ο Παπαδιαμάντης κι έγραψε ολόκληρη ακολουθία στον Άγιο Αντίπα, που προστατεύει όσους πονούν στα δόντια, για να τον ευχαριστήσει.
Δεν ήταν ονειροπόλος του παρελθόντος, αλλά θαυμαστής της αλήθειας, που στήριξε γενεές γενεών και δημιούργησαν έξοχα έργα πολιτισμού και ορθότητα βίου εμπνευσμένη.
Ο Παπαδιαμάντης σαφώς δεν είναι άγιος με φωτοστέφανο. Είναι όμως ένας αγωνιστής. Δεν είναι μονόχνωτος, κακομοίρης, απομονωμένος, κομπλεξικός, μειονεκτικός και διχασμένος. Είναι ένας εκούσιος κοσμοκαλόγερος, ακτήμων, ελεήμων, πένης, απλός, λιτός, μόνος, σεμνός και ταπεινός. Δεν είναι φιλόσαρκος αλλά φυσιολογικώς πειραζόμενος άνθρωπος. Αγαπούσε το κρασάκι, αλλά δεν ήταν μέθυσος.
Κάποτε ένας μοναχός πήγε να εξομολογηθεί σ' ένα πνευματικό σε μια σκήτη του Αγίου Όρους. Τον βρήκε τον πνευματικό πιωμένο και κάπως ζαλισμένο. Σκανδαλίστηκε και είπε ως άδικα έκανε τον κόπο να έλθει να εξομολογηθεί σ' ένα πνευματικό πότη. Τότε ο πνευματικός, προς μεγάλη του έκπληξη, του είπε: Ναι, τρεις φόρες ήλθες για εξομολόγηση αλλά την αμαρτία εκείνη δεν μου την είπες! Ας μη γινόμαστε τόσο γρήγορα τόσο αυστηροί κριτές και επιτιμητές των πάντων. Την αυστηρότητα καλύτερα ας κρατήσουμε για μας και την επιείκεια για τους άλλους.
Ο Π. Νιρβάνας τον ονομάζει "κοσμοκαλόγερο", τον περιγράφει να βαδίζει σκυφτός με τα χέρια σταυρωμένα πίσω, να κάθεται σε απόμερα καφενεία, συντροφιά με απλούς ανθρώπους, φιλέρημος, ήταν κακοντυμένος, με ξεφτισμένες πάντα τις άκρες των μανικιών του και όταν του πρότειναν 150 δραχμές για ένα του έργο είπε πως του αρκούν οι 100. Έτσι τον παρουσιάζει ιδιότροπο, παράξενο και κοσμόφοβο.
Ο μακαριστός λόγιος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του γι' αυτόν έχει μια άλλη θέση, με την οποία εδώ και συμφωνούμε. Γράφει: "Εάν εμβαθύνουμε στον τρόπο της ζωή του, θα ανακαλύψουμε γνωρίσματα καλογερικής αγωγής και αρετής και τάσεις για υπέρβαση του κοινώς θεωρούμενου καλού.
Τι είναι άλλωστε, η ατημέλητη εμφάνισή του, η τάση συνεχούς φυγής από τους πολλούς, η εκούσια πενία του και οι ασκητικές συνθήκες διαμονής του, παρ' ότι είχε την οικονομική δυνατότητα για βελτίωσή τους -"μου φθάνουν οι εκατό δραχμές"-, οι αγρυπνίες και ψαλμωδίες του, το εκκλησιαστικό ήθος του, η ευαισθησία του σε θέματα εκκλησιαστικών παραδόσεων, οι ελεημοσύνες του από το ορατόν υστέρημά του, η ταπείνωσή του, η αγιότητά του και άλλες αρετές του, αν όχι αντανακλάσεις μοναχικού βίου;".
Ότι αποτελεί για τους Σλαύους ο πολύς Ντοστογιέφσκυ είναι, θα πρέπει να είναι, για τους Έλληνες ο Παπαδιαμάντης. Πρόκειται για προφήτη του Γένους. Γράφει: "Μη θρησκευτικά, προς Θεού!".

Το ελληνικόν έθνος δεν είναι βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ' ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα, επολιτίσθησαν, επροώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη... Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ο,τιδήποτε
. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γρακύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις το ύψος και να φανή και αυτός γίγας. Γι' αυτό όπως γράφει "τα πλείστα των υπ' εμού γραφέντων διηγημάτων... είναι μάλλον θρησκευτικά". Ξέρει τι κάνει ο εμπνευσμένος Παπαδιαμάντης.
Με το έργο του καταξιώνεται ως παιδαγωγός του ορθόδοξου ελληνισμού. Φθάνει με πόνο και ιερή αγανάκτηση να γράφει ευρισκόμενος στην Αθήνα: "Εδώ θεοποιείται φανερά ο Μαμμωνάς. Χιλιάκις καλύτερον θα ήτο εάν υπήρχεν ακόμη η αρχαία ποιητική ειδωλολατρία. Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη"! Τι θα έλεγε σήμερα;
Μίσησε τον πλούτο και αγάπησε την πενία. Από τα λίγα που είχε ποιούσε κρυφά και την ελεημοσύνη. Έγραφε αυτό που ζούσε.: "Πρέπει να μένη τις εν τη τάξει εν η ευρέθη απ' αρχής, όσον ταπεινή, όσον πενιχρά και αν φαίνεται αύτη" αιρετωτέρα δε αείποτε η έντιμος ευτέλεια της αδόξου και κομώσης πολυτελείας και τρυφής".
Έζησε και πέθανε φτωχός, σεμνός και ταπεινός. Εκοιμήθη στο ωραίο νησί του πριν εκατό χρόνια κι ένα μήνα τα χαράματα της 3.1.1911, αφού μετάλαβε, ψάλλοντας και κλαίγοντας.
Σήμερα οι πολλοί λογοτέχνες μας, οι διανοούμενοι, οι δημοσιογράφοι περί πολλά τυρβάζουν. Αρκετοί ειρωνεύονται τον Παπαδιαμάντη και τον κακολογούν. Τους χαλάει τα σχέδια. Ο γραικυλισμός, ο αθεϊσμός, ο μηδενισμός, η διαφθορά, η φιλοχρηματία, η φιλοσαρκία και η φιλοδοξία επικρατούν και δεν θέλουν να ενοχλούνται από φωνές ισχυρές και αγνές ως του Παπαδιαμάντη, που ο βίος του και το έργο του τους ελέγχει.
Κοιμήσου κυρ Αλέξανδρε στην αγκαλιά του νησιού σου ήσυχα. Έκανες το χρέος σου ως Ορθόδοξος και ως Έλληνας.
Η ζωή σου και το έργο σου φωτίζουν το σκοτάδι. Η Ελλάδα που τόσο πολύ αγάπησες, σκοτισμένη, παγιδευμένη, προδομένη, σαγηνευμένη σε ξένες σειρήνες, πάσχει. Φυλακισμένη στα πικρά αδιέξοδα του ατομισμού, του υλισμού και του αθεϊσμού μελαγχολεί και μαραζώνει.
Μακάρι οι σελίδες των έργων σου και το παράδειγμα της ζωής σου να γίνουν παράθυρα ελευθερίας, για την επιστροφή σε μια ζωή χαριτωμένα απλή, γνήσια ταπεινή, αληθινά μετανοημένη, αληθινά χριστιανική.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν πάντα προσηλωμένος στην Εκκλησία. Δεν τον κούραζε και δυσκόλευε ποτέ αυτή η σχέση. Ήταν ένας αληθινός χριστιανός. Ήταν ένας πιστός δούλος του Κυρίου. Ήταν αυτός που άκουσε από την αγία Αναστασία "Ύπαγε, ανίατε" ο πόνος θα είναι η ζωή σου...". Μόνο ένας γνήσιος χριστιανός μετά από αυτό το απρόσμενο άκουσμα μπορεί να γράφει: "Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου".
Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι απλά ένας ρωμαντικός νοσταλγός μιας περασμένης ωραίας γραφικότητας που δεν υπάρχει, αλλά νοσταλγός μίας ουσιαστικής, αληθινής και καίριας χριστιανικής ζωής, την οποία αξίζει αγαπητοί μου, να βιώσουμε στο έπακρον. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσέλευσή σας και την προσοχή σας.